Θα σάς πω καί γιά την Σοφία, μία
πνευματική μου αδελφή στον κόσμο. Οί δικοί της ήταν πρόσφυγες από τήν
Καππαδοκία καί εξασκούσαν πολύ τήν αυτοσχέδια προσευχή, τό «τατλί». Στο
σπίτι τους είχαν πιάτα πήλινα, ξύλινα κουτάλια, έτρωγαν μέ πολλή
απλότητα. Εστρωναν τό τραπεζομάντηλο κάτω καί κάθονταν γύρω-γύρω' τό
φαγητό τους ήταν πολύ λιτό, ταχίνι, λίγες ελιές και ψωμί.
Τά
πρόσωπά τους λάμπανε. Η γιαγιά της πολλές φορές την ώρα πού έκανε
προσευχή, δεν πατούσε στην γη, τά χέρια της ακουμπούσαν στο ταβάνι.
Πολλά θαύματα έκανε αυτή. Όταν κοιμήθηκε, το λείψανό της ευωδίαζε. Όταν
την πήραν νά την θάψουνε, λέγανε, πρώτη φορά είδαμε τέτοιο λείψανο νά
ευωδιάζη. Καί τό δωμάτιο πού έμενε ευωδίαζε γιά σαράντα μέρες μετά την
κοίμησί της. Όταν έγινε η εκταφή, τα οστά της ήταν όπως είναι τά
σφουγγαράκια εκείνα τά ωραία, τά κίτρινα. Όλα τα οστά της ζύγιζαν
πενήντα δράμια, τόσο βάρος είχαν και έκανε η Σοφία μιά ωραία
λειψανοθηκούλα και τά είχε στο σπίτι της, και έλεγε: