Υπόδειγμα συζύγου και χριστιανής μητέρας, η αγία Μόνικα γεννήθηκε στους κόλπους μιας θεοσεβούς οικογένειας της ρωμαϊκής Βόρειας Αφρικής. Παντρεύτηκε έναν αγαθοεργό, αλλά αψίθυμο εθνικό, τον οποίο χάρις στην υπομονή και γλυκύτητά της κατόρθωσε να φέρει στον δρόμο του Θεού στο τέλος της ζωής του. Μένοντας χήρα, δεν θέλησε να συνάψει δεύτερο γάμο, με σκοπό να αφιερώσει την ζωή της στην ευσέβεια και στην μόρφωση του γιου της Αυγουστίνου [15 Ιουν]. Παρακολούθησε με καρτερικότητα, κλάματα και προσευχές τις παρεκτροπές του νέου που κατέληξε να πέσει στην μανιχαϊκή αίρεση. Όταν το έμαθε, έκλαψε για τον θάνατο της ψυχής του περισσότερο απ’ ό,τι αν είχε παύσει ο ίδιος να ζει, αλλά ο Θεός την παρηγόρησε σε ένα όνειρο και την διαβεβαίωσε για την μελλοντική μεταστροφή του γιου της.
Όταν ζήτησε από έναν επίσκοπο εντριβή στις
ιερές Γραφές να πείσει τον Αυγουστίνο με λογικά επιχειρήματα, εκείνος,
προτιμώντας να αφήσει τον βασανιζόμενο νέο να βρει μόνος του την
αλήθεια, απάντησε στην Μόνικα: