Η
Μαρία Ντουντάρεβα, σύζυγος κάποιου μεσίτη, ήθελε από πολύ καιρό να πάη
στό Κίεβο. Εξ αιτίας όμως της επιδημίας της χολέρας του 1853, ανέβαλε το
ταξίδι της. Είχε μιά σχολαστική φροντίδα γιά την υγεία της. Τελικά όμως
τό ριψοκινδύνευσε καί ξεκίνησε. Καθώς πλησίαζε στό ερημητήριο
Κιταγιέφσκαγια, αποφάσισε νά δη καί τον Στάρετς Θεόφιλο. Φτάνοντας στην
πόρτα του, ο Θεόφιλος βγήκε να την συναντήση κουβαλώντας κι ένα μικρό
κουτί μ’ ένα καπάκι.
«Γειά σου, γειά σου γυναίκα του μεσίτη! Έλα, έχω ετοιμάσει ένα μικρό κουτάκι γιά σένα, σ’ αρέσει;».
«Ναι, Μπάτουσκα πάρα πολύ».
«Καί αν κλείσουμε το καπάκι έτσι, θάναι καλά τότε;».