Πραξ. 12,25 Βαρνάβας δὲ καὶ
Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ Ἱερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν
διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα
Μᾶρκον.
Πραξ. 12,25 Ο Βαρνάβας δε και ο Σαύλος, αφού εξεπλήρωσαν την
αποστολήν των και έφεραν τα βοηθήματα, επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ εις την
Αντιόχειαν, παραλαβόντες μαζή των και τον Ιωάννην, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος.
Πραξ. 13,1 Ἦσαν δέ τινες ἐν
Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται
καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος
Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου
τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος.
Πραξ. 13,1 Ησαν δε εις την Αντιόχειαν, μέλη της εκεί Εκκλησίας,
μερικοί προφήται και διδάσκαλοι και ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που ελέγετο και
Νιγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, ο οποίος είχε ανατραφή μαζή με
τον τετράρχην Ηρώδην και ο Σαύλος.
Πραξ. 13,2 λειτουργούντων δὲ αὐτῶν
τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν
Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς.
Πραξ. 13,2 Ενώ δε αυτοί προσέφεραν την λατρείαν των προς τον
Κυριον και ενήστευαν, είπε το Πνεύμα το Αγιον· “ξεχωρίστε μου αμέσως τον
Βαρνάβαν και τον Σαύλον δια το έργον, δια το οποίον εγώ τους έχω προσκαλέσει”.
Πραξ. 13,3 τότε νηστεύσαντες καὶ
προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας
ἀπέλυσαν.
Πραξ. 13,3 Τοτε, αφού και πάλιν ενήστευσαν και προσευχήθησαν,
έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χέρια των (δια να τους αναδείξουν επισήμως τρόπον
τινά εκπροσώπους και πληρεξουσίους των) και τους έστειλαν στο ειδικόν έργον,
που τους είχε καλέσει ο Κυριος.
Πραξ. 13,4 Οὗτοι μὲν οὖν
ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου
κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν
εἰς τὴν Κύπρον,
Πραξ. 13,4 Αυτοί τότε, αφού έλαβαν την ειδικήν αυτήν αποστολήν
από το Αγιον Πνεύμα, κατέβηκαν εις την Σελεύκειαν και από εκεί έπλευσαν εις την
Κυπρον.
Πραξ. 13,5 καὶ γενόμενοι ἐν
Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς
συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην
ὑπηρέτην.
Πραξ. 13,5 Και όταν έφθασαν εις την Σαλαμίνα της Κυπρου,
εκήρυτταν τον λόγον του Θεού εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων· είχον δε μαζή των
και τον Ιωάννην, δια να τους υπηρετή.
Πραξ. 13,6 Διελθόντες δὲ τὴν
νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον
ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς,
Πραξ. 13,6 Αφού δε επέρασαν όλην την νήσον μέχρι της Παφου,
ευρήκαν εκεί κάποιον μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον, του οποίου το όνομα ήτο
Βαριησούς.
Πραξ. 13,7 ὃς ἦν σὺν
τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ.
οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ·
Πραξ. 13,7 Αυτός ανήκε εις την ακολουθίαν του ανθυπάτου Σεργίου
Παύλου, ο οποίος ήτο άνθρωπος συνετός. Αυτός επροσκάλεσε τον Βαρνάβαν και τον
Σαύλον και εζήτησε να ακούση τον λόγον του Θεού.
Πραξ. 13,8 ἀνθίστατο δὲ
αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος -οὕτω γὰρ
μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ- ζητῶν διαστρέψαι τὸν
ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως.
Πραξ. 13,8 Ανθίστατο όμως εις αυτούς ο Ελύμας ο μάγος-έτσι, με
την λέξιν μάγος μεταφράζεται το όνομά του-ο οποίος προσπαθούσε με σοφίσματα να
απομακρύνη τον ανθύπατον από την πίστιν.
Πραξ. 13,9 Σαῦλος δέ, ὁ
καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας
πρὸς αὐτὸν
Πραξ. 13,9 Ο Σαύλος δε, ο οποίος είχε και το ρωμαϊκόν όνομα
Παύλος καθό Ρωμαίος πολίτης, αφού εγέμισε από Πνεύμα Αγιον, εκύτταξε κατάματα
τον μάγον
Πραξ. 13,10 εἶπεν· ὦ
πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥαδιουργίας, υἱὲ
διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων
τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας;
Πραξ. 13,10 και είπε· “ω υιέ του διαβόλου, που είσαι γεμάτος από
κάθε δολιότητα και κάθε ραδιουργίαν, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσης να
διαστρέφης με τα σοφίσματα και τας πονηρίας σου τας ευθείας οδούς του Κυρίου;
Πραξ. 13,11 καὶ νῦν ἰδοὺ
χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ
βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν
ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ
περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς.
Πραξ. 13,11 Και τώρα, ιδού, το εκδικητικόν χέρι του Κυρίου είναι
επάνω σου και θα μείνης τυφλός μέχρις ωρισμένου καιρού μη βλέπων τον ήλιον”.
Και αμέσως έπεσε επάνω εις αυτόν κάτι σαν πυκνή ομίχλη και σκοτάδι, περιεφέρετο
εδώ και εκεί και εζητούσε ανθρώπους, να τον οδηγούν από το χέρι.
Πραξ. 13,12 τότε ἰδὼν ὁ
ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ
τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.
Πραξ. 13,12 Τοτε, όταν ο ανθύπατος είδε το καταπληκτικόν αυτό
θαύμα, επίστευσε. Και καθώς ήκουε από τους δύο Αποστόλους την διδασκαλίαν του
Κυρίου, εξεπλήσσετο και εθαύμαζε δ' αυτήν.
Ιω. 8,51 ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν
τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ιω. 8,51 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια
μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν
θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”.
Ιω. 8,52 εἶπον οὖν
αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι
δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται,
καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ
μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα;
Ιω. 8,52 Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι· “τώρα πλέον
εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται
επέθαναν και συ λέγεις· Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ;
Ιω. 8,53 μὴ σὺ
μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις
ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα
σεαυτὸν σὺ ποιεῖς;
Ιω. 8,53 Μηπως είσαι συ ανώτερος από τον πατέρα μας τον
Αβραάμ, ο οποίος επέθανε; Και οι προφήται, που ετήρησαν το θέλημα του Θεού, και
εκείνοι επέθαναν. Σαν ποιόν εσύ θεωρείς τον εαυτόν σου; Ποσον μεγάλον; Τι
θέλεις να μας παραστήσης;”
Ιω. 8,54 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς·
ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν
ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς
λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι,
Ιω. 8,54 Απήντησεν ο Ιησούς· “εάν εγώ μόνος μου τιμώ και
δοξάζω τον ευατόν μου, η δόξα μου, δεν είναι τίποτε. Υπάρχει όμως ο Πατήρ μου,
ο οποίος με δοξάζει με τα θαύματα και τα σημεία τα οποία κάνω, και τον οποίον
σεις, που με περιφρονείτε, λέγετε ότι είναι Θεός σας.
Ιω. 8,55 καὶ οὐκ ἐγνώκατε
αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν
εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος
ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶδα αὐτὸν καὶ
τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ.
Ιω. 8,55 Εις την πραγματικότητα όμως δεν τον έχετε
γνωρίσει. Εγώ όμως τον γνωρίζω. Και εάν είπω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι
όμοιος με σας, ψεύτης. Αλλά τον γνωρίζω πολύ καλά και το θέλημα αυτού φυλάττω
πάντοτε.
Ιω. 8,56 Ἀβραὰμ ὁ
πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν
ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη.
Ιω. 8,56 Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίασιν και
χαράν επόθησε να ίδη την ημέραν της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και εχάρη”.
Ιω. 8,57 εἶπον οὖν
οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη
οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;
Ιω. 8,57 Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· “δεν έχεις ακόμη
ούτε πενήντα ετών ηλικίαν και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες
χρόνια;”
Ιω. 8,58 εἶπεν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι.
Ιω. 8,58 Τους είπε τότε ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι
πριν λάβη ύπαρξιν ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. (Δηλαδή προαιωνίως υπάρχω)”.
Ιω. 8,59 ἦραν οὖν
λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ
ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ
διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως.
Ιω. 8,59 Αγανακτησμένοι τότε οι Ιουδαίοι επήραν λιθάρια,
δια να ρίψουν εναντίον του. Ο δε Ιησούς εχάθη από τα μάτια των και εβγήκεν από
τας αυλάς του ναού, περιπατώντας δια μέσου αυτών απαρατήρητος. Και εβάδιζεν
έτσι, χωρίς να τον βλέπουν.