Συνεχίζουμε
μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία
τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδου καί ἔχουμε
ἕνα κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται: «Ποιός
εἶναι ὁ Θεός καί ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος».
Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι εἶναι
βασικό – βασικότατο ἀξίωμα ἡ θέση -ἄς
τό ποῦμε ἔτσι- τῶν Πατέρων, ὅτι δέν
ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ
καί κτισμάτων. Δέν ἔχουμε οὔτε λέξεις
γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό, οὔτε
μποροῦμε μέ κάτι νά παρομοιάσουμε τόν
Θεό. Ἄν τό κάνει αὐτό κανείς, τότε εἶναι
στό δρόμο τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ
εἰδωλολάτρες ταυτίζουν τόν Θεό μέ
κάποια πράγματα, μέ κάποια εἴδωλα. Γι’
αὐτό καί οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες
εἶχαν τά ἀγάλματα. Καί οἱ εἰκονομάχοι
εἶχαν παρεξηγήσει τούς Ὀρθοδόξους
κατηγορῶντας τους ὅτι εἶναι εἰδωλολάτρες,
ἐπειδή προσκυνοῦν τίς εἰκόνες.
Ἀλλά
δέν προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες ὡς εἴδωλα,
δέν ταυτίζουμε τήν εἰκόνα, τό ξύλο, μέ
τόν Θεό, ἀλλά «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον
διαβαίνει», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας
Βασίλειος καί τό υἱοθέτησαν καί οἱ
ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς 7ης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιά ἄλλον λόγο
τό εἶχε πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλά τό
υἱοθέτησαν καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιά
νά ἐκφράσουν τήν ἀλήθεια ὅτι, ὅταν
κανείς προσκυνάει μιά εἰκόνα, δέν
προσκυνάει τό χρῶμα, τό ξύλο, τό ὑλικό
μέ τό ὁποῖο εἶναι κατασκευασμένη οὔτε
τό ταυτίζει αὐτό τό ὑλικό μέ τόν Θεό,
ἀλλά τιμᾶ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο.
Θεωροῦμε ὅτι ὁ εἰκονιζόμενος εἶναι
παρών στήν εἰκόνα του χαρισματικῶς,
δηλαδή μέ τή θεία του χάρη.