Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ «τὶ» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί».[i] Ὅταν τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ζῆ «ἐν τῷ Θεῷ», τότε ἀποκτᾶ τὸ χάρισμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν συνάνθρωπο. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ συνεκτικὴ ἐκείνη δύναμη, ἡ ὁποία συγκρατεῖ καὶ ὁδηγεῖ τὰ πάντα σὲ μία ἁρμονικὴ συμπόρευση καὶ κοινωνία. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Τὸ γὰρ πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τὸ μὴ εἶναι ἀγάπην».[ii] Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος συμπερασματικῶς ἀποφαίνεται: «Εἰ γὰρ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν, ὁ τὴν ἀγάπην οὐκ ἔχων τῆς θείας ἐστέρηται χάριτος».[iii]
Eἶναι πλέον βεβαιωμένο ὅτι ὁ σημερινὸς μηδενιστικὸς πολιτισμός μας
ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ περιθώριο, στὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτόν του, στὴν βία
τὴν φονικὴ κατὰ τοῦ πλησίον ἢ στὴν κατάθλιψη. Τὸ «ἐγὼ» τὸ
ἀντιλαμβάνεται ὡς ἄτομο – ἀτομικότητα. Κυρίως στὸν χῶρο τῆς
κοινωνιολογίας καὶ τῆς πολιτικῆς τὸ «ἐγὼ» ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς
ἀριθμητικῆς ἀτομικότητος. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐντάσσεται στὴν
ἀπρόσωπη κοινωνικὴ μονάδα, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν σχέση της μὲ τὸν
«ἄλλον».
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μὲ τὸν Προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεό,
δικαιώνεται ὡς ὀντότητα, ὅταν ἔχη ἄμεση ἀγαπητικὴ σχέση μὲ τὸν
συνάνθρωπο, μὲ τὸν «ἄλλον», ἀφοῦ εἶναι πρόσωπο, ὅποιας ἡλικίας κι ἂν
εἶναι ὁ «ἄλλος».