Φιλιπ. 4,4 Χαίρετε ἐν Κυρίῳ
πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε.
Φιλιπ. 4,4 Χαίρετε πάντοτε με την αγίαν και πλουσίαν χαράν, που
δίδει ο Κυριος· πάλιν θα πω· χαίρετε.
Φιλιπ. 4,5 τὸ ἐπιεικὲς
ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς.
Φιλιπ. 4,5 Η επιείκειά σας, η υποχωρητικότης και ανεξικακίας
σας ας γίνη γνωστή και ας διδάξη όλους τους ανθρώπους, πιστούς και απίστους· ο
Κυριος είναι κοντά, έρχεται δια να αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του.
Φιλιπ. 4,6 μηδὲν μεριμνᾶτε,
ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν
γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν.
Φιλιπ. 4,6 Μη αφίνετε καθόλου τον εαυτόν σας να καταληφθή από
αγωνιώδεις μερίμνας και φροντίδας, αλλά δια κάθε τι που σας χρειάζεται η δια
κάθε δυσκολίαν, που παρουσιάζεται εμπρός σας, κάμνετε γνωστά τα αιτήματά σας
στον Θεόν δια της προσευχής και της δεήσεως, αι οποίαι πρέπει να συνοδεύωνται
πάντοτε με έκφρασιν ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας δια τα υλικά και πνευματικά
αγαθά, που μας δίδει ο Θεός.
Φιλιπ. 4,7 καὶ ἡ εἰρήνη
τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς
καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ.
Φιλιπ. 4,7 Και η ειρήνη, που χαρίζει ο Θεός στους ανθρώπους του
και η οποίαν, καθ' ο τελεία και υπερφυσική, ξεπερνάει κάθε νουν ανθρώπων και
αγγέλων, θα φρουρήση τας καρδίας σας, τα φρονήματα και τας σκέψεις σας δια του
Ιησού Χριστού.
Φιλιπ. 4,8 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί,
ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα
δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα,
εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα
λογίζεσθε·
Φιλιπ. 4,8 Λοιπόν αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα είναι τίμια
και σεβαστά, όσα είναι δίκαια ενώπιον του Θεού, όσα είναι αμόλυντα και καθαρά,
όσα είναι αγαπητά και ευάρεστα στον Θεόν και τους ανθρώπους, όσα έχουν και δίδουν
καλήν φήμην και υπόληψιν, κάθε αρετήν και κάθε τι το άξιον επαίνου, αυτά και
μόνα να συλλογίζεσθε.
Φιλιπ. 4,9 ἃ καὶ ἐμάθετε
καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί,
ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης
ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν.
Φιλιπ. 4,9 Αυτά που εμάθατε και παρελάβατε και έχετε ακούσει
από την προφορικήν μου διδασκαλίαν, και αυτά που είδατε εις την όλην μου ζωήν
και συμπεριφοράν, αυτά να πράττετε. Και ο Θεός, ο θησαυρός και ο χορηγός της
ειρήνης, θα είναι μαζή σας.
Ιω. 12,1 Ὁ οὖν Ἰησοῦς
πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς
Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ
νεκρῶν.
Ιω. 12,1 Ο δε Ιησούς, εξ ημέρας προ του πάσχα ήλθεν εις
την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λαζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον είχε
αναστήσει εκ νεκρών.
Ιω. 12,2 ἐποίησαν οὖν
αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα
διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων
σὺν αὐτῷ.
Ιω. 12,2 Παρέθεσαν, λοιπόν, εις αυτόν δείπνον εκεί και η
Μαρθα υπηρετούσε. Ο Λαζαρος ήτο ένας από τους συνδαιτυμόνας.
Ιω. 12,3 ἡ οὖν
Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε
τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς
θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ
δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ
μύρου.
Ιω. 12,3 Εν τω μεταξύ η Μαρία επήρε μίαν λίτραν μύρου
γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικόν φυτόν που λέγεται νάρδος,
και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τας τρίχας της
κεφαλής της. (Τούτο δε έκαμε από βαθείαν πίστιν προς τον Σωτήρα και από θερμήν
ευγνωμοσύνην προς αυτόν, που είχεν αναστήσει τον αδελφόν της). Ολο δε το σπίτι
εγέμισε από την ευωδίαν του μύρου.
Ιω. 12,4 λέγει οὖν εἷς
ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης,
ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·
Ιω. 12,4 Λεγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο
Ιούδας, ο υιός του Σιμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετ' ολίγον έμελε να τον
παραδώση στους σταυρωτάς·
Ιω. 12,5 διατί τοῦτο τὸ
μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;
Ιω. 12,5 “διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθη αντί τριακοσίων
δηναρίων, αντί εξήντα περίπου χρυσών λιρών και δεν εδόθη το αντίτιμόν του στους
πτωχούς;”
Ιω. 12,6 εἶπε δὲ
τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν
αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ
γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.
Ιω. 12,6 Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον δια
τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και
εκρατούσε δια τον ευατόν του τα χρήματα, που έρριπταν εις αυτό.
Ιω. 12,7 εἶπεν οὖν
ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν
τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.
Ιω. 12,7 Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχην αυτήν την
γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προησθάνετο και το εχρησιμοποίησε δι' εμέ
τώρα, τας παραμονάς του ενταφιασμού μου.
Ιω. 12,8 τοὺς πτωχοὺς
γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ
οὐ πάντοτε ἔχετε.
Ιω. 12,8 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας,
εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε. Μετ' ολίγον θα παραδοθώ εις χείρας των σταυρωτών
μου”.
Ιω. 12,9 Ἔγνω οὖν ὄχλος
πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι,
καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿
ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ
νεκρῶν.
Ιω. 12,9 Επληροφορήθηκε τότε πολύς λαός από τους
Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν και ήλθαν εκεί, όχι μόνον δια
τον Ιησούν, αλλά δια να ίδουν και τον Λαζαρον, τον οποίον είχεν αναστήσει εκ
νεκρών.
Ιω. 12,10 ἐβουλεύσαντο δὲ
οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν,
Ιω. 12,10 Οι αρχιερείς όταν επληροφορήθησαν αυτά, απεφάσισαν
να φονεύσουν και τον Λαζαρον,
Ιω. 12,11 ὅτι πολλοὶ
δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ
ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 12,11 διότι πολλοί από τους Ιουδαίους επήγαν δι' αυτόν
εις την Βηθανίαν και όταν τον έβλεπαν ζωντανόν και υγιή, αναστημένον εκ νεκρών,
επίστευαν στον Ιησούν.
Ιω. 12,12 Τῇ ἐπαύριον
ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν,
ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα,
Ιω. 12,12 Την άλλην ημέραν πολύς λαός, που είχε έλθει δια
την εορτήν, όταν ήκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα,
Ιω. 12,13 ἔλαβον τὰ
βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν
αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς
τοῦ Ἰσραήλ.
Ιω. 12,13 επήραν εις τα χέρια των κλάδους από φοίνικας και
εβγήκαν να τον προϋπαντήσουν και εφώναζαν· “δόξα και τιμή εις αυτόν·
ευλογημένος και δοξασμένος ας είναι αυτός που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου,
αυτός που είναι ο ένδοξος και αληθινός βασιλεύς του Ισραήλ.
Ιω. 12,14 εὑρὼν δὲ
ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό,
καθώς ἐστι γεγραμμένον·
Ιω. 12,14 Ευρήκε δε ο Ιησούς ένα πουλάρι και εκάθισεν επάνω
εις αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο εις τις προφητείες·
Ιω. 12,15 μὴ φοβοῦ,
θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται
καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.
Ιω. 12,15 Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη της Σιών, ιδού ο
βασιλεύς σου έρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμάτος αγάπην δια σε, καθισμένος επάνω
εις πουλάρι όνου.
Ιω. 12,16 Ταῦτα δὲ οὐκ
ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿
ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι
ταῦτα ἦν ἐπ᾿ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα
ἐποίησαν αὐτῷ.
Ιω. 12,16 Τι εσήμαιναν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά δεν
είχαν εννοήσει οι μαθηταί του προηγουμένως, αλλ' όταν ο Ιησούς με την
θριαμβευτικήν ανάστασιν του και την ένδοξον ανάληψίν του εδοξάσθη, τότε
εθυμήθηκαν, ότι αυτά όλα είχαν γραφή από το Πνεύμα του Θεού δι' αυτόν και εις
την εκπλήρωσιν αυτών συνείργησαν αυτοί και ο λαός, χωρίς να το ενοούν.
Ιω. 12,17 Ἐμαρτύρει οὖν
ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν
Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν
ἐκ νεκρῶν.
Ιω. 12,17 Κατά τας ώρας της μεγάλης εκείνης υποδοχής ο λαός,
που ήτο μαζή του όταν ο Ιησούς εφώναξε τον Λαζαρον από το μνημείον και και τον
ανέστησε εκ νεκρών, εμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε εις τα άλλα πλήθη το μεγάλο
αυτό θαύμα.
Ιω. 12,18 διὰ τοῦτο
καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν
τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Ιω. 12,18 Δι' αυτό δε και τα πολλά πλήθη του λαού τον
προϋπήντησαν, διότι είχαν πληροφορηθή από αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε
κάμει το μεγάλο τούτο θαύμα.