Ὁ
Γέρων
Ἰάκωβος
Τσαλίκης
Λοιπόν,
παιδιά μου, καί ντρέπομαι καί νά πάω καί
στόν γιατρό ἀκόμα. Μ᾿ ἔλεγε ὁ μακαρίτης
ὁ Γέροντας μου:
“Πάτερ
Ἰάκωβε,
ἀπό
τόν
ἐγωϊσμό
πού
ἔχεις
θά
σέ
τιμωρήση
ὁ
Θεός,
παιδί
μου.
Θά
σέ
βλέπουν
οἱ
γιατροί”.
Λοιπόν,
τό ᾿παθα αὐτό. Ἐκεῖ πού λέτε, εἴχαμε
τόν πατέρα Νικόδημο, ἦταν ἀπ᾿ τήν Κύμη
ὁ μακαρίτης καί ἤτανε πνευματικοί
ἀδελφοί μέ τόν Ἰάκωβο τόν Σχίζα, τόν
πρώην Λαρίσης, πρίν ἀπό τόν Θεολόγο.
Λοιπόν, ἦταν ἀπό τῆς Κύμης τά μέρη, καί
λέει:
“Παιδί
μου,
θά
σέ
τιμωρήση
ὁ
Θεός,
γιατί
λές
τώρα.
“Γυναῖκα,
δέν
μέ
εἶδε,
παιδί
δέν
μέ
εἶδε”.
Ἀπό
μικρός,
(ἤμουν)
στό
σπίτι
μου
πού
ἦταν
σάν
Μοναστήρι
καί
ἔλεγα
“νά
μήν
μέ
δῆ
ἄνθρωπος.
Ὅταν
θά
πεθάνω
στήν
ἔρημο,
ἔ,
(τότε)
θά
μέ
δοῦν
ἐκεῖ
πέρα,
θά
μέ
πιάσουν,
θά
ἀνοίξουν
μία
λάκκα,
θά
μέ
χώσουν
ἐκεῖ
μέσα”.
Παιδιά
μου,
νόμιζα
πώς
θά
ἔμενα
μόνος
μου
στήν
ἔρημο
ν᾿
ἀσκητεύσω.
Παραπάνω
εἶχα
σκάψει
μία
γαλαρία,
νά
πάω
νά
μπῶ
μέσα,
νά
κάνω
προσευχές
καί
μετάνοιες.
Ὕστερα
μέ
μάλωσε
ὁ
Γέροντας
καί
μοῦ
εἶπε: