Πραξ. 6,1 Ἐν δὲ ταῖς
ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς
τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι
παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ
αἱ χῆραι αὐτῶν.
Πραξ. 6,1 Κατά τας ημέρας δε αυτάς, καθώς ηύξανε ο αριθμός
των πιστών, οι Εβραίοι Χριστιανοί, οι οποίοι κατήγοντο από ξένας περιοχάς και
ωμιλούσαν την ελληνικήν γλώσσαν και ελέγοντο Ελληνισταί, ήρχισαν να γογγύζουν
και να παραπονούνται εναντίον των Εβραίων Χριστιανών της Ιουδαίας, διότι αι
χήραι αυτών παρεμερίζοντο και παρημελούντο εις την καθημερινήν υπηρεσίαν της
διανομής τροφών και βοηθημάτων.
Πραξ. 6,2 προσκαλεσάμενοι δὲ
οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον·
οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις.
Πραξ. 6,2 Οι δώδεκα Απόστολοι τότε, αφού προσεκάλεσαν όλον το
πλήθος των πιστών, είπαν· “δεν είναι ορθόν και αρεστόν στον Θεόν, να αφήσωμεν
ημείς το κήρυγμα του θείου λόγου και να υπηρετούμεν εις τας τραπέζας του
φαγητού.
Πραξ. 6,3 ἐπισκέψασθε οὖν,
ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά,
πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ
τῆς χρείας ταύτης·
Πραξ. 6,3 Δι' αυτό, αδελφοί, εξετάσατε με πολλήν προσοχήν και
εκλέξατε ανάμεσα σας επτά άνδρας, οι οποίοι να έχουν καλήν μαρτυρίαν από όλους,
να είναι δε γεμάτοι από Αγιον Πνεύμα και σοφίαν και τους οποίους ημείς θα
εγκαταστήσωμεν δια την υπηρεσίαν αυτήν.
Πραξ. 6,4 ἡμεῖς δὲ
τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου
προσκαρτερήσομεν.
Πραξ. 6,4 Ημείς δε θα επιμείνωμεν ακόμη περισσότερον και θα
ασχοληθώμεν με μεγαλύτερον ζήλον εις την προσευχήν και την υπηρεσίαν του
κηρύγματος”.
Πραξ. 6,5 καὶ ἤρεσεν ὁ
λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο
Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ
Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ
Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα,
Πραξ. 6,5 Και ήρεσεν ο λόγος αυτός εις όλον το πλήθος των
πιστών. Και εξέλεξαν τον Στέφανον, άνδρα γεμάτον πίστιν και Πνεύμα Αγιον, και
τον Φιλιππον και τον Πρόχορον και τον Νικάνορα και τον Τιμωνα και τον Παρμενάν
και τον Νικόλαον, ο οποίος υπήρξεν ειδωλολάτρης από την Αντιόχειαν και πριν να
πιστεύση στον Χριστόν είχε προσηλυτισθή εις την ιουδαϊκήν θρησκείαν.
Πραξ. 6,6 οὓς ἔστησαν
ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν
αὐτοῖς τὰς χεῖρας.
Πραξ. 6,6 Αυτούς, λοιπόν, τους παρουσίασαν μετά την εκλογήν
των εμπρός στους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι, αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν επάνω
εις αυτούς τας χείρας των, δια να τους μεταδοθή η ειδική δια το έργον των θεία
χάρις.
Πραξ. 6,7 καὶ ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς
τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος
τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
Πραξ. 6,7 Και το κήρυγμα του θείου λόγου ηπλώνετο και
διεδίδετο και ο αριθμός των μαθητών εις την Ιερουσαλήμ ηύξανε και επληθύνετο
παρά πολύ και πολύ πλήθος από τους Ιουδαίους εδέχοντο την νέαν πίστιν και
υπετάσσοντο εις αυτήν.
Μαρκ. 15,43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ
ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ
αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Μαρκ. 15,43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν,
διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν
και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με
θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Μαρκ. 15,44 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν
κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε·
Μαρκ. 15,44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε
ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν
ώραν που απέθανε ο Ιησούς.
Μαρκ. 15,45 καὶ γνοὺς ἀπὸ
τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ.
Μαρκ. 15,45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός,
εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα.
Μαρκ. 15,46 καὶ ἀγοράσας
σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ
σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν
λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν
θύραν τοῦ μνημείου.
Μαρκ. 15,46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον
εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις
μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον· και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την
θύραν του μνημείου.
Μαρκ. 15,47 ἡ δὲ Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ
τίθεται.
Μαρκ. 15,47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή
παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου.
Μαρκ. 16,1 Καὶ διαγενομένου τοῦ
σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου
καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν
αὐτόν.
Μαρκ. 16,1 Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το
Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη
ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν.
Μαρκ. 16,2 καὶ λίαν πρωΐ τῆς
μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος
τοῦ ἡλίου.
Μαρκ. 16,2 Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα
που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον.
Μαρκ. 16,3 καὶ ἔλεγον πρὸς
ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ
τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
Μαρκ. 16,3 Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον
βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου;
Μαρκ. 16,4 καὶ ἀναβλέψασαι
θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ
μέγας σφόδρα.
Μαρκ. 16,4 Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε
αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος.
Μαρκ. 16,5 καὶ εἰσελθοῦσαι
εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς
δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
Μαρκ. 16,5 Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα
δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και
κατάπληξιν.
Μαρκ. 16,6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς·
μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν
Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν
ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
Μαρκ. 16,6 Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε.
Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι
εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει.
Μαρκ. 16,7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε
εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ
Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν
Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν
ὑμῖν.
Μαρκ. 16,7 Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και
ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί
θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”.
Μαρκ. 16,8 καὶ ἐξελθοῦσαι
ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς
τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν
εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Μαρκ. 16,8 Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας
είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι
εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ
παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν).