Πραξ. 5,21 ἀκούσαντες δὲ
εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν
καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ
πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ
ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς.
Πραξ. 5,21 Ηκουσαν οι Απόστολοι αυτά, εισήλθαν, ενώ ακόμη ήτο
όρθρος, στον ιερόν τόπον και εδίδασκον. Ηλθε δε κατά την πρωΐαν ο αρχιερεύς και
όσοι ήσαν μαζή του στον τόπον των συνεδριάσεων, εκάλεσαν το συνέδριον και όλην
την γερουσίαν των Ισραηλιτών και έστειλαν ανθρώπους εις την φυλακήν, δια να
φέρουν προ του συνεδρίου τους Αποστόλους.
Πραξ. 5,22 οἱ δὲ ὑπηρέται
παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ,
ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν
Πραξ. 5,22 Οι υπηρέται όμως ήλθον εις την φυλακήν και δεν τους ευρήκαν·
επιστρέψαντες δε στο συνέδριον ανέφεραν το γεγονός,
Πραξ. 5,23 λέγοντες ὅτι τὸ
μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ
καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν,
ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν.
Πραξ. 5,23 λέγοντες· “ότι το μεν δεσμωτήριον το ευρήκαμεν
κλεισμένον με κάθε ασφάλειαν και τους φρουρούς να στέκωνται όρθιοι εμπρός από
τας θύρας, όταν όμως ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε κανένα μέσα εις την φυλακήν”.
Πραξ. 5,24 ὡς δὲ ἤκουσαν
τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ
στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς,
διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο.
Πραξ. 5,24 Οταν δε ήκουσαν αυτούς τους λόγους ο αρχιερεύς και ο
στρατηγός της φρουράς του ιερού και οι άλλοι αρχιερείς κατελήφθησαν από μεγάλην
απορίαν δι' αυτά, που ήκουσαν, και διηρωτώντο, πως συνέβη και τι ημπορεί τάχα
να γίνη με το γεγονός αυτό.
Πραξ. 5,25 παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν
αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε
ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ
ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν.
Πραξ. 5,25 Εν τω μεταξύ όμως ήλθεν κάποιος και τους ανήγγειλε
ότι· “ιδού, οι άνδρες, τους οποίους σεις εβάλατε εις την φυλακήν, ευρίσκονται
τώρα εις την αυλήν του ναού και διδάσκουν τον λαόν”.
Πραξ. 5,26 τότε ἀπελθὼν
ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς
οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα
μὴ λιθασθῶσιν·
Πραξ. 5,26 Τοτε επήγε εκεί ο στρατηγός, μαζή με τους υπηρέτας και
τους έφερε στο συνέδριον όχι δια της βίας, επειδή εφοβούντο μήπως λιθοβοληθούν
από τον λαόν.
Πραξ. 5,27 ἀγαγόντες δὲ
αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς
Πραξ. 5,27 Αφού δε τους έφεραν, τους έβαλαν ως κατηγορουμένους
και υποδίκους, να σταθούν όρθιοι εν μέσω του συνεδρίου και τους ηρώτησεν ο
αρχιερεύς
Πραξ. 5,28 λέγων· οὐ
παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ
τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν
Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ
βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα
τοῦ ἀνθρώπου τούτου.
Πραξ. 5,28 λέγων· “δεν σας εδώσαμε αυστηράν εντολήν, να μη
διδάσκετε στο όνομα τούτο; Και ιδού σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την
διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε επάνω εις ημάς την ευθύνην δια το αίμα
αυτού του ανθρώπου” (την οποίαν εν τούτοις ευθύνην αυτοί είχαν αναλάβει ενώπιον
του Πιλάτου λέγοντες· Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών).
Πραξ. 5,29 ἀποκριθεὶς δὲ
Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ
Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.
Πραξ. 5,29 Απεκρίθη δε ο Πετρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν·
“πρέπει να υπακούωμεν στον Θεόν μάλλον (ο οποίος και κατά την νύκτα αυτήν μας
διέταξε με τον άγγελόν του να κηρύξωμεν την αλήθειαν) και όχι εις σας τους
ανθρώπους, που μας εδώσατε διαταγήν να σιωπήσωμεν.
Πραξ. 5,30 ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς
διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου·
Πραξ. 5,30 Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν,
τον οποίον σεις εφονεύσατε, κρεμάσαντες επάνω στο ξύλον του σταυρού.
Πραξ. 5,31 τοῦτον ὁ Θεὸς
ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ
δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Πραξ. 5,31 Αυτόν ο Θεός τον ύψωσε με την παντοδύναμον αυτού
δεξιάν και τον ανέδειξε αρχηγόν και Σωτήρα, να δίδη μετάνοιαν στους Ισραηλίτας
και άφεσιν αμαρτιών.
Πραξ. 5,32 καὶ ἡμεῖς
ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ
τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ
Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.
Πραξ. 5,32 Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες, που ηκούσαμεν και
είδομεν αυτόν, δια να κηρύττωμεν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά, καθ' ον χρόνον
και αυτό το Αγιον Πνεύμα, που έδωκεν ο Θεός εις όσους τον υπακούουν, μαρτυρεί
την αλήθειαν των λόγων μας με τα θαύματα και τα χαρίσματά του”.
Ιω. 6,14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι,
ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον
ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος
εἰς τὸν κόσμον.
Ιω. 6,14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν αυτό το
καταπληκτικό θαύμα, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι αυτός πράγματι είναι ο
προφήτης εκείνος, που σύμφωνα με την προφητείαν του Μωϋσέως έρχεται στον
κόσμον.
Ιω. 6,15 Ἰησοῦς οὖν
γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν
ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς
τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος.
Ιω. 6,15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή αντελήφθη καθαρώτατα,
ότι οι άνθρωποι εκείνοι επάνω στον ενθουσιασμόν των, επρόκειτο να έλθουν να τον
αρπάξουν, δια να τον ανακηρύξουν βασιλέα, έφυγε πάλιν μόνος του στο όρος.
Ιω. 6,16 Ὡς δὲ ὀψία
ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ
τὴν θάλασσαν,
Ιω. 6,16 Και οι μαθηταί, όταν ενύκτωσε, κατέβηκαν, από
εκεί που είχε γίνει το θαύμα, εις την θάλασσαν.
Ιω. 6,17 καὶ ἐμβάντες
εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς
Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει
πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς,
Ιω. 6,17 Και αφού εμπήκαν στο πλοίον, επήγαιναν στο
απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την Καπερναούμ. Και ενώ είχε πλέον γίνει σκοτάδι,
ο Ιησούς δεν είχεν έλθει εις αυτούς.
Ιω. 6,18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου
μεγάλου πνέοντος διηγείρετο.
Ιω. 6,18 Επειδή δε εφυσούσε δυνατός άνεμος, η θάλασσα όλο
και εσηκώνετο εις αγριώτερα κύματα.
Ιω. 6,19 ἐληλακότες οὖν
ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν
Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ
ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν.
Ιω. 6,19 Αφού, λοιπόν, είχαν προχωρήσει εικόσι πέντε με
τριάντα στάδια, δηλαδή πέντε έως πεντέμισυ χιλιόμετρα, βλέπουν έξαφνα τον
Ιησούν να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, να έρχεται κοντά στο πλοίον και
εφοβήθησαν.
Ιω. 6,20 ὁ δέ λέγει αὐτοῖς·
ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.
Ιω. 6,20 Αλλ' ο Ιησούς τους είπε· “εγώ είμαι, μη
φοβείσθε”.
Ιω. 6,21 ἤθελον οὖν
λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως
τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς
ἣν ὑπῆγον.
Ιω. 6,21 Οταν πλέον επείσθησαν οι μαθηταί ότι αυτός είναι
ο διδάκαλος, έσπευσαν να τον πάρουν στο πλοίον. Και αμέσως μόλις τον επήραν, το
πλοίον έφθασεν εις την ξηράν, όπου επήγαιναν.
Ιω. 6,22 Τῇ ἐπαύριον
ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν
ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ
ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ
αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ
πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·
Ιω. 6,22 Την άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι
ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα,
είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο
οποίον είχαν επιβιβασθή οι μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο
πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει. (Εμειναν,
λοιπόν, με την ιδέαν ότι ο Ιησούς ευρίσκετο ακόμη εκεί).
Ιω. 6,23 ἄλλα δὲ ἦλθε
πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον
τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου·
Ιω. 6,23 Εν τω μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα
σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί,
το οποίον είχε πληθυνθή με την ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου.
Ιω. 6,24 ὅτε οὖν
εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν
ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν
αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς
Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 6,24 Οταν, λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο
Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία
και ήλθαν εις την Καπερναούμ αναζητούντες τον Ιησούν.
Ιω. 6,25 καὶ εὑρόντες
αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί,
πότε ὧδε γέγονας;
Ιω. 6,25 Και αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της
θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ, του είπον· “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;”
Ιω. 6,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα,
ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ
ἐχορτάσθητε.
Ιω. 6,26 Ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “ειλικρινώς σας
λέγω, ζητείτε να με εύρετε, όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή
δια την θείαν μου αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους
άρτους.
Ιω. 6,27 ἐργάζεσθε μὴ
τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν
βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον
γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.
Ιω. 6,27 Μη φροντίζετε αποκλειστικά και μόνον και μη
εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την
πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν
θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν μόνον με τα
καταπληκτικά θαύματα, που του έδωσε την εξουσίαν να κάνη, τον απέδιξε επισήμως
και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν
τροφήν και την αιώνιον ζωήν”.