Έτσι η
Ζένια εργάστηκε στο μοναστήρι μέχρι το θάνατό της, μέχρι που ήρθε το
ασθενοφόρο και την πήγε στο νοσοκομείο. Η διάγνωση των γιατρών τους
εξέπληξε όλους. Είχε καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο, το συκώτι της ήταν
ήδη διαλυμένο. Την κράτησαν για κάποιο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο
κάνοντάς της ανώφελες ενέσεις και δίνοντάς της ψεύτικες ελπίδες.
Συνέβαινε δηλαδή η συνηθισμένη υποκρισία μπροστά στο θάνατο, όταν οι
γιατροί καταλαβαίνουν ότι καμιά θεραπεία δεν βοηθάει τον ασθενή και το
μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μην τον αφήσουν να πεθάνει στο
νοσοκομείο αλλά να πεθάνει στο σπίτι του. Ο Γέροντας έφερε την Ευγενία στο σπίτι της.
Ειδοποίησαν
με τηλεγράφημα τους γιους της. Φτάνοντας βιαστικά κοντά στη μητέρα
τους, στο κελί είχε ήδη γίνει η κουρά της. Όπως θα αναγνωρίσουν
αργότερα, τους συγκίνησε η σκέψη πως, ενώ πέθαινε η επίγεια μητέρα τους,
γεννιόταν η μοναχή Βέρα.