Εβρ. 3,12 βλέπετε, ἀδελφοί,
μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας
ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος,
Εβρ. 3,12 Λοιπόν προσέχετε, αδελφοί, μήπως και εις κανένα από
σας γίνη πονηρή, σκληρή και άπιστος η καρδιά εξ αιτίας της αποστασίας από τον
Θεόν τον ζώντα.
Εβρ. 3,13 ἀλλὰ
παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις
οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ ἐξ
ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας·
Εβρ. 3,13 Αλλά προτρέπετε και ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλον
κάθε ημέραν, έως ότου διαρκεί η παρούσα ζωη, ώστε να μη σκληρυνθή κανείς από
σας από τα απατηλά θέλγητρα της αμαρτίας.
Εβρ. 3,14 μέτοχοι γὰρ
γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν τῆς
ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν,
Εβρ. 3,14 Βεβαίως έχομεν γίνει συμμέτοχοι εις την ζωήν και
την δόξαν του Χριστού, υπό την απαραίτητον βέβαια προϋπόθεσιν ότι θα κρατήσωμεν
σταθεράν μέχρι τέλους την πίστιν, με την οποίαν ηρχίσαμεν και δια της οποίας
ελάβαμεν νέαν υπόστασιν ως τέκνα του Θεού.
Εβρ. 3,15 ἐν τῷ
λέγεσθαι· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε,
μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ
παραπικρασμῷ.
Εβρ. 3,15 Εφ' όσον, λοιπόν, εξακολουθεί να λέγεται και να
ισχύη το· Σημερον, εις την παρούσαν ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν αυτού, μη
σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως οι Εβραίοι κατά τον καιρόν του παραπικρασμού.
Εβρ. 3,16 τίνες γὰρ ἀκούσαντες
παρεπίκραναν; ἀλλ᾿ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ
Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως;
Εβρ. 3,16 Διότι ποιοί ήσαν εκείνοι, που επίκραναν τον Θεόν,
μολονότι είχαν ακούσει την φωνήν του; Δεν ήσαν όλοι όσοι εβγήκαν ελεύθεροι από
την Αίγυπτον με την καθοδήγησιν του Μωϋσέως;
Μαρκ. 1,35 Καὶ πρωΐ ἔννυχα
λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς
ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.
Μαρκ. 1,35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν
από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο.
Μαρκ. 1,36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν
ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ,
Μαρκ. 1,36 Ο δε Σιμων και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν έτρεξαν, δια να
τον εύρουν.
Μαρκ. 1,37 καὶ εὑρόντες
αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι.
Μαρκ. 1,37 Και αφού τον ηύραν του λέγουν, ότι “όλοι σε ζητούν εις
την πόλιν”.
Μαρκ. 1,38 καὶ λέγει αὐτοῖς·
ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ
ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα.
Μαρκ. 1,38 Και εκείνος τους είπεν · “ας υπάγωμεν εις τας γύρω
κωμοπόλεις, δια να κηρύξω και εκεί, διότι δι' αυτόν άλλωστε τον σκοπόν εβγήκα
από την πόλιν”.
Μαρκ. 1,39 καὶ ἦν
κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην
τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων.
Μαρκ. 1,39 Και εκήρυσσε κατά συνέχειαν εις τας συναγωγάς των εις
όλην την Γαλιλαίαν και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους.
Μαρκ. 1,40 Καὶ ἔρχεται
πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ
γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν
θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι.
Μαρκ. 1,40 Και έρχεται προς αυτόν κάποιος λεπρός, ο οποίος
γονατιστός εμπρός του τον παρακαλούσε και του έλεγε ότι “εάν συ θέλης ημπορείς
να με καθαρίσης, και να με απαλλάξης από την φοβεράν ασθένειάν μου”.
Μαρκ. 1,41 ὁ δὲ Ἰησοῦς
σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ
καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι.
Μαρκ. 1,41 Ο δε Ιησούς (βλέπων την μεγάλην πίστιν και την
παρρησίαν του ανθρώπου αυτού) τον ευσπλαγχνίσθη, άπλωσε το χέρι, τον ήγγισε και
του λέγει· “Θελω· γίνε καθαρός”.
Μαρκ. 1,42 καὶ εἰπόντος
αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ
ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη.
Μαρκ. 1,42 Και αμέσως μόλις ο Ιησούς είπε αυτούς τους λόγους,
έφυγε από εκείνον η λέπρα και έγινε τελείως καθαρός και υγιής.
Μαρκ. 1,43 καὶ ἐμβριμησάμενος
αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει
αὐτῷ·
Μαρκ. 1,43 Και αφού του ωμίλησε με έντονον και αυστηρόν ύφος να
μη αποκαλύψη αυτόν ως ευεργέτην του, τον έβγαλε έξω από το μέρος, όπου
ευρίσκοντο και του είπε·
Μαρκ. 1,44 ὅρα μηδενὶ
μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον
τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ
σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.
Μαρκ. 1,44 “πρόσεχε να μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε
δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε δια τον καθαρισμόν σου από την
λέπραν αυτά που διέταξε ο Μωϋσής, ώστε η εξέτασις του ιερέως και η προσφορά του
δώρου σου, να χρησιμεύσουν ως μαρτυρία και βεβαίωσις ότι έγινες τελείως υγιής”.