Μου είχε διηγηθή ο Γερο-Σάββας, ο Φιλοθεΐτης, ότι με την μεγάλη πείνα
του 1917 οι Ιβηρίτες, βλέποντας τις αποθήκες της Μονής να αδειάζουν,
είχαν ελαττώσει την φιλοξενία. Μάλιστα, ένας Προϊστάμενος τσιγκούνης
επέμενε, και την έκοψαν τελείως.
Επόμενο ήταν και ο Χριστός να σταματήση κάθε ευλογία Του. Τότε άρχισαν
να πεινάνε οι Πατέρες και να παραπονιούνται στον Χριστό και στην
Παναγία, που δεν φρόντιζαν την Μονή τους. Δυστυχώς, δεν είχαν καταλάβει
το σφάλμα τους.
Μια μέρα, λοιπόν, παρουσιάσθηκε ο Χριστός στον Πορτάρη της Μονής, σαν
φτωχός, και του ζήτησε λίγο ψωμί. Ο Πορτάρης λυπημένος του λέει: