Ένας Ιερεύς που ονομάζονταν Πέτρος, έμεινε όλη τη νύκτα στο καθεδρικό
ναό του Αγίου Μαυρικίου για να προσευχηθεί, διότι ήθελε να τελέσει τη
Θεία Λειτουργία την επομένη ημέρα.
Την ώρα της προσευχής του το μεσονύκτιο, ήρθε βίαιος άνεμος και
έσβησε όλες τις κανδήλες του ναού. Έπειτα εμφανίστηκαν μερικοί λαμπροί
νέοι με πολύ φωτοχυσία, και έθεσαν πάνω στην αγία Τράπεζα έναν θρόνο
υπέρλαμπρο και ένδοξο.
Ο Ιερεύς έντρομος, στέκονταν σε μια γωνιά του ναού και παρακολουθούσε τί θα συμβεί.
Τότε ήλθε ο Βασιλεύς της δόξης, ενδεδυμένος με Πατριαρχική στολή και
Βασιλικό διάδημα, κάθισε στον θρόνο Του και ένευσε στους Αγγέλους Του να
φέρουν τον αμαρτωλό και βέβηλο Μητροπολίτη της περιοχής, δεμένο
χειροπόδαρα, ωσάν κατάδικο.