Γιά την
κακογλωσσιά
Αναφορικώς μέ την
κακογλωσσιά, πού τόσο είμεθα ένοχοι οι πάντες, αναφέρω τό εξής διήγημα:
Μακρυά από κάθε
θόρυβο ανθρώπινο, επάνω σε μιά πλαγιά απόμερη, ένα απλοϊκό σπιτάκι, δέχεται
καθημερινά κόσμο καί κόσμο, κουρασμένο από την ζωή. Σάν το λιμάνι είναι τό
σπίτι ενός Πνευματικού.
Μέσα ένας Εσταυρωμένος
στόν τοίχο ανατολικά καί μπρος του ένα κανδηλάκι ακοίμητο, καί από τό
λιβανιστήρι ανεβαίνουν ακατάπαυστα τά μυρωμένα του μοσχολιβάνου κύματα.
Μπρος εκεί γίνεται η ευχαριστία, καρδιές βαρημένες από την αμαρτία ξεκουράζονται. Άνθρωποι τρέχουν
καθημερινά, άλλοι μέ συναίσθησι βαθειά καί άλλοι έτσι γιά τόν τύπο, από
συνήθεια, όπως κάνουμε εμείς δυστυχώς στίς μεγάλες έορτές πού εξομολογούμεθα
γιά νά κοινωνήσουμε χωρίς μετάνοια όμως, γιά νά ξανακάνουμε τά ίδια μετά την εορτή.