Μιὰ ἡμέρα λοιπόν, καθὼς τοῦ ἔκανε σφοδρὴ ἐπίθεση, ἄρχισε ὁ Γέροντας νὰ χάνει τὸ κουράγιο του καὶ νὰ λέει στὸν δαίμονα: «Ὥς πότε δὲν ὑποχωρεῖς; Φύγε λοιπόν, γέρασες μαζί μου». Τοῦ φαίνεται τότε ὀφθαλμοφανῶς ὁ δαίμονας καὶ τοῦ λέει:
«Ὁρκίσου ὅτι δὲν θὰ πεῖς σὲ κανέναν ὅσα θὰ σοῦ πῶ καὶ δὲν σὲ ξαναπολεμῶ ἄλλο».
Καὶ ὁρκίστηκε ὁ Γέροντας: «Μὰ Αὐτὸν ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς, δὲ θὰ πῶ σὲ κανέναν ὅσα μοῦ πεῖς».
Τοῦ λέει ὁ δαίμονας: «Μὴν προσκυνήσεις αὐτὴν τὴν Εἰκόνα καὶ δὲν σὲ πολεμῶ ἄλλο». Εἰκόνιζε δὲ ἡ Εἰκόνα τὴν Δέσποινα μας, τὴν ἁγία Θεοτόκο, νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Λέει ὁ Ἔγκλειστος στὸν δαίμονα: «Ἄφησέ με νὰ τὸ σκεφτῶ».