Α Κορ. 1,10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς,
ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε
πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε
δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν
τῇ αὐτῇ γνώμῃ.
Α Κορ. 1,10 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί μου, στο όνομα και εξ
ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είσθε όλοι ομόφωνοι και να λέγετε σαν
από μια καρδία, την ίδια ομολογία της πίστεώς σας και να μη υπάρχουν μεταξύ σας
σχίσματα και διαιρέσεις, αλλά να είσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι και
ενωμένοι μεταξύ σας με τα αυτά φρονήματα και με την αυτήν γνώμην.
Α Κορ. 1,11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ
ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες
ἐν ὑμῖν εἰσι.
Α Κορ. 1,11 Διότι-σας το καθιστώ αυτό γνωστόν-μου ανεφέρθη από
τους οικιακούς και συγγενείς της Χλόης για σας, αδελφοί μου, ότι υπάρχουν
μεταξύ σας αντιθέσεις και φιλονεικίαι.
Α Κορ. 1,12 λέγω δὲ τοῦτο,
ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι
Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ,
ἐγὼ δὲ Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,12 Εννοώ δε τούτο, ότι ο καθένας από σας, θέλων να
παρουσιάση ανώτερον τον εαυτόν του από τους άλλους, λέγει· “εγώ μεν είμαι του
Παύλου μαθητής”. Αλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”. και άλλος· “εγώ είμαι
μαθητής του Κηφά”, και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”.
Α Κορ. 1,13 μεμέρισται ὁ
Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν;
ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;
Α Κορ. 1,13 Εχει, λοιπόν, διαιρεθή ο Χριστός και η Εκκλησία του
εις κόμματα και εις μερίδας; Ερωτώ ειδικώτερα σας, που διαλαλείτε και λέγετε
ότι είσθε του Παύλου· μήπως ο Παύλος εσταυρώθη προς χάριν σας, δια να λάβετε
την σωτηρίαν; Η μήπως έχετε βαπτισθή στο όνομα του Παύλου;
Α Κορ. 1,14 εὐχαριστῶ τῷ
Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ
Κρίσπον καὶ Γάϊον,
Α Κορ. 1,14 Ας είναι ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού,
ο οποίος έφερεν έτσι τα πράγματα, ώστε από σας να μη βαπτίσω κανένα, ειμή μόνον
τον Κρίσπον και τον Γαϊον.
Α Κορ. 1,15 ἵνα μή τις εἴπῃ
ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα.
Α Κορ. 1,15 Και έτσι δεν ημπορεί να πη κανείς, ότι εβάπτισα
Χριστιανούς στο ιδικόν μου όνομα.
Α Κορ. 1,16 ἐβάπτισα δὲ
καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα
εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα.
Α Κορ. 1,16 Εβάπτισα ακόμη και την οικογένειαν του Στεφανά· εκτός
δε από αυτούς δεν γνωρίζω, αν έχω βαπτίσει κανένα άλλον.
Α Κορ. 1,17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ
με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν
σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ
Χριστοῦ.
Α Κορ. 1,17 Αλλωστε εγώ δεν είχα ως κύριον έργον μου την τέλεσιν
του μυστηρίου του βαπτίσματος, διότι δεν με έστειλεν ο Χριστός ως Απόστολόν του
εις την οικουμένην να βαπτίζω, αλλά να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της
σωτηρίας. Αυτό δε το κήρυγμα δεν το κάνω με την δύναμιν και τα ρητορικά σχήματα
της ανθρωπίνης σοφίας, μη τυχόν και χάση την σωτήριον δύναμίν του και την
άπειρον θείαν αξίαν του ο σταυρός του Κυρίου.
Μαρκ. 6,45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ
πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως
αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·
Μαρκ. 6,45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από
τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους
υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την
Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη.
Μαρκ. 6,46 καὶ ἀποταξάμενος
αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος
προσεύξασθαι.
Μαρκ. 6,46 Και αφού απεσπάσθη απ' αυτούς ανέβηκε εις όρος να
προσευχηθή.
Μαρκ. 6,47 καὶ ὀψίας
γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς
θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς.
Μαρκ. 6,47 Αργά δε όταν επροχώρησε η εσπέρα, το πλοίον ευρίσκετο
στο μέσον της θαλάσσης και αυτός ήτο μόνος εις την ξηράν.
Μαρκ. 6,48 καὶ ἰδὼν
αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν
γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ
περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς
αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ
ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς.
Μαρκ. 6,48 Και είδε τους μαθητάς ναάταλαιπωρούνται από τα κύματα,
καθώς ωδηγούσαν το πλοίον. Διότι ο άνεμος τους ήτο αντίθετος. Και κατά την
τετάρτην βάρδιαν της νυκτερινής φρουράς, δηλαδή μεταξύ τρεις και έως τις εξ τα
χαράματα, ήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν και ήθελε
να τους προσπεράση.
Μαρκ. 6,49 οἱ δὲ ἰδόντες
αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν
φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν·
Μαρκ. 6,49 Οι μαθηταί, όταν τον είδαν να περιπατή εις την
θάλασσαν, ενόμισαν ότι είναι φάντασμα και έβγαλαν κραυγήν τρόμου.
Μαρκ. 6,50 πάντες γὰρ αὐτὸν
εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε
μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε,
ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε.
Μαρκ. 6,50 Διότι όλοι τον είδαν και εταράχθησαν. Και αμέσως
ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος εγώ είμαι, μη φοβείσθε”.
Μαρκ. 6,51 καὶ ἀνέβη εἰς
τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ
ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς
ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.
Μαρκ. 6,51 Και ανέβη ο Ιησούς στο πλοίον και εσταμάτησεν ο άνεμος.
Και κατελήφθησαν εις μεγάλον βαθμόν από παρά πολύν φόβον και θαυμασμόν.
Μαρκ. 6,52 οὐ γὰρ συνῆκαν
ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν
ἡ καρδία πεπωρωμένη.
Μαρκ. 6,52 Και εθαύμασαν τόσον πολύ, διότι δεν είχαν εννοήσει το
άλλο μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, αλλά ήτο η καρδία των και η
διάνοιά των βραδυκίνητος και κλειστή.
Μαρκ. 6,53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον
ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν.
Μαρκ. 6,53 Και αφού διέσχισαν την λίμνην, ήλθαν εις την περιοχήν
της Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί.