Ρωμ. 10,1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν
εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ
πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν
εἰς σωτηρίαν·
Ρωμ. 10,1 Αδελφοί, παρ' όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον
έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της
καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να
δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,2 μαρτυρῶ γὰρ
αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿
οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν.
Ρωμ. 10,2 Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι' αυτούς ότι
έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα
του Θεού.
Ρωμ. 10,3 ἀγνοοῦντες γὰρ
τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν
δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ
Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν.
Ρωμ. 10,3 Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την
δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις
περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού.
Ρωμ. 10,4 τέλος γὰρ νόμου
Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.
Ρωμ. 10,4 Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής
του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που
πιστεύει εις αυτόν.
Ρωμ. 10,5 Μωϋσῆς γὰρ
γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ
ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς·
Ρωμ. 10,5 Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η
οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα
διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι' αυτών”.
Ρωμ. 10,6 ἡ δὲ ἐκ
πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ
καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿
ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν·
Ρωμ. 10,6 Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο
Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και
είπης· ποιός θ' ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον
Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,7 ἢ τίς καταβήσεται
εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ
νεκρῶν ἀναγαγεῖν.
Ρωμ. 10,7 Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια
να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν.
Ρωμ. 10,8 ἀλλὰ τί
λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ
στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿
ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν.
Ρωμ. 10,8 Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι
“κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το
Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν.
Ρωμ. 10,9 ὅτι ἐὰν
ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν,
καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ
Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ·
Ρωμ. 10,9 Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως
ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον
ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής.
Ρωμ. 10,10 καρδίᾳ γὰρ
πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς
σωτηρίαν.
Ρωμ. 10,10 Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν
και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε
ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν.
Μαρκ. 6,30 Καὶ συνάγονται οἱ
ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν
αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
Μαρκ. 6,30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των,
συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν
και όσα εδίδαξαν.
Μαρκ. 6,31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ᾿ ἰδίαν εἰς
ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ
οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ
φαγεῖν εὐκαίρουν.
Μαρκ. 6,31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας
ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι
ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να
μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν.
Μαρκ. 6,32 καὶ ἀπῆλθον
εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ᾿ ἰδίαν.
Μαρκ. 6,32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν
ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να
διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη
προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων).
Μαρκ. 6,33 καὶ εἶδον αὐτοὺς
ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ
πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ
καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς
αὐτόν.
Μαρκ. 6,33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον
τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους
επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού.
Μαρκ. 6,34 Καὶ ἐξελθὼν
ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαχνίσθη
ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ
ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς
πολλά.
Μαρκ. 6,34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε
πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν
ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας.
Μαρκ. 6,35 Καὶ ἤδη ὥρας
πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
λέγουσιν ὅτι ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα
πολλή·
Μαρκ. 6,35 Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις
αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον
περάσει.
Μαρκ. 6,36 ἀπόλυσον αὐτούς,
ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς
καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ
φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν.
Μαρκ. 6,36 Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και
χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”.
Μαρκ. 6,37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτοῖς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς
φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν
δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν;
Μαρκ. 6,37 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους
σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας
διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;”
Μαρκ. 6,38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς·
πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε καὶ
γνόντες λέγουσι· πέντε, καὶ δύο ἰχθύας.
Μαρκ. 6,38 Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και
ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”.
Μαρκ. 6,39 καὶ ἐπέταξεν
αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ
τῷ χλωρῷ χόρτῳ.
Μαρκ. 6,39 Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να
καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι.
Μαρκ. 6,40 καὶ ἀνέπεσον
πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ
πεντήκοντα.
Μαρκ. 6,40 Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και
ανά πενήντα.
Μαρκ. 6,41 καὶ λαβὼν τοὺς
πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς
τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους
καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς,
καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι.
Μαρκ. 6,41 Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο
ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε
κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και
τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν
ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του
καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν).
Μαρκ. 6,42 καὶ ἔφαγον
πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν,
Μαρκ. 6,42 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν.
Μαρκ. 6,43 καὶ ἦραν
κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων.
Μαρκ. 6,43 Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από
τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
Μαρκ. 6,44 καὶ ἦσαν οἱ
φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες.
Μαρκ. 6,44 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες.
Μαρκ. 6,45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε
τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ
πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως
αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·
Μαρκ. 6,45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από
τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους
υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την
Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη.