ΥΠΟΘΕΣΗ
ΛΖ΄
(37)
Ἀπό
τό Γεροντικό
Ἔλεγε
ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς: «Κάποτε πού ἤμουν
μαζί μέ τήν εὐλογημένη Διονυσία, τῆς
ζήτησε κάποιος ἀδελφός ἐλεημοσύνη,
καί ἐκείνη τοῦ ἔδωσε ὅσο μποροῦσε.
Αὐτός ὅμως, ἐπειδή δέν πῆρε ὅσο ζήτησε,
ἄρχισε νά τήν κακολογεῖ καί νά λέει
γι᾿ αὐτήν καί γιά ἐμένα λόγια ἄπρεπα.
Ἀκούγοντάς τον ἐκείνη στενοχωρήθηκε
καί ἤθελε νά τόν τιμωρήσει. Ὅταν τό
ἀντιλήφθηκα, τῆς εἶπα· “Τί
πᾶς νά κάνεις;
Θέλεις νά κάνεις
κακό στόν ἑαυτό
σου; Διώχνεις ἀπό
τήν ψυχή σου κάθε
ἀρετή. Τί ἔπαθες
δηλαδή ἀντάξιο αὐτῶν
πού ἔπαθε γιά
χάρη σου ὁ
Χριστός; Γνωρίζω, κυρία,
ὅτι σκόρπισες χρήματα
σάν νά ἦταν
κοπριά· ἄν ὅμως
δέν ἀποκτήσεις τήν
πραότητα, θά μοιάζεις
μέ σιδερά πού
χτυπᾶ Ἕνα κομμάτι
σίδερο, ἀλλά σκεῦος
δέν κατασκευάζει”».