Α Τιμ. 5,22 χεῖρας ταχέως
μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις·
σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει.
Α Τιμ. 5,22 Να μη απλώνης ταχέως και χωρίς προηγουμένην εξέτασιν
τα χέρια σου, δια να χειροτονήσης κάποιον ούτε να συμμετέχης και να αναλαμβάνης
ευθύνην εις ξένας αμαρτίας, εις αμαρτίας δηλαδή τας οποίας πιθανόν να διαπράξη
ο χειροτονηθείς αναξίως· φύλαττε τον ευατόν σου αγνόν από όλα.
Α Τιμ. 5,23 Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ᾿
οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου
καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας.
Α Τιμ. 5,23 Να μη πίνης πλέον νερό κατά το φαγητόν σου, αλλά να
χρησιμοποιής και ολίγον οίνον δια το στομάχι σου και δια τας συχνάς ασθενείας
σου.
Α Τιμ. 5,24 Τινῶν ἀνθρώπων
αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ
δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν·
Α Τιμ. 5,24 Μερικών ανθρώπων αι αμαρτίαι είναι ολοφάνεροι, ώστε να
υποβοηθούν εις την ορθήν κρίσιν περί αυτών. Εις μερικούς όμως αποκαλύπτονται
κατόπιν. (Πρόσεχε, λοιπόν, να μη χειροτονής κάτι τέτοιους ανθρώπους).
Α Τιμ. 5,25 ὡσαύτως καὶ
τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι, καὶ τὰ ἄλλως
ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται.
Α Τιμ. 5,25 Και τα καλά επίσης έργα είναι ολοφάνερα και τα κακά
έργα, που προσπαθούν οι πονηροί να τα αποκρύψουν, δεν είναι δυνατόν να μείνουν
κρυμένα. Θα τα φανερώση ο Θεός.
Α ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ
6
Α Τιμ. 6,1 Ὅσοι εἰσὶν
ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους δεσπότας
πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία βλασφημῆται.
Α Τιμ. 6,1 Οσοι δούλοι είναι κάτω από τον ζυγόν των απίστων,
ας θεωρούν αξίους κάθε τιμής τους κυρίους των και ας φέρωνται απέναντι αυτών με
σεβασμόν και τιμήν, δια να μη δίδουν αφορμήν να συκοφαντήται και να υβρίζεται
το όνομα του Θεού και η διδασκαλία του Χριστού.
Α Τιμ. 6,2 οἱ δὲ πιστοὺς
ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν,
ἀλλὰ μᾶλλον δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοί εἰσι καὶ
ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι.
Α Τιμ. 6,2 Οσοι δε έχουν ως κυρίους των πιστούς Χριστιανούς, ας
μη τους περιφρονούν και ας μη παίρνουν πολύ θάρρος απέναντί των, εκ του
γεγονότος, ότι είναι αδελφοί δια του Χριστού. Αλλά ας δουλεύουν περισσότερον,
διότι αυτοί που απολαμβάνουν τους καρπούς της καλής εργασίας των, είναι πιστοί
και αγαπητοί Χριστιανοί.
Α Τιμ. 6,3 Ταῦτα δίδασκε καὶ
παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ
προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ᾿ εὐσέβειαν
διδασκαλίᾳ,
Α Τιμ. 6,3 Αυτά να διδάσκης και να προτρέπης τους Χριστιανούς
να τα τηρούν. Εάν κανείς διδάσκη διαφορετικά και δεν μένη με υποταγήν και
πίστιν προσηλωμένος στους αγίους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις
την διδασκαλίαν, που οδηγεί προς την αληθινήν ευσέβειαν,
Α Τιμ. 6,4 τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος,
ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ
ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί,
Α Τιμ. 6,4 αυτός είναι σκοτισμένος και φουσκωμένος από
αλαζονείαν και έπαρσιν, χωρίς να γνωρίζη τίποτε το ορθόν και οικοδομητικόν,
αλλά κατέχεται από ασθένειαν και ασχολείται με νοσηρόν τρόπον γύρω από ματαίας
συζητήσεις και λογομαχίας, από τας οποίας προέρχεται φθόνος, φιλονεικία,
βλασφημίαι, υποψίαι αστήρικτοι και άδικοι.
Α Τιμ. 6,5 παραδιατριβαὶ
διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων
τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν.
ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων.
Α Τιμ. 6,5 Από αυτάς ακόμη προέρχονται ανωφελείς και μάταιαι
ασχολίαι ανθρώπων, που έχουν διεφθαρμένον τον νουν και έχουν στερηθή την
αλήθειαν του Θεού και οι οποίοι θεωρούν την ευσέβειαν σαν ένα μέσον βιοπορισμού
και εκμεταλλεύσεως των άλλων. Φεύγε μακρυά από κάτι τέτοιους ανθρώπους.
Α Τιμ. 6,6 ἔστι δὲ
πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας.
Α Τιμ. 6,6 Είναι πράγματι η ευσέβεια μεγάλος βιοπορισμός, όταν
όμως ακολουθήται από την ολιγάρκειαν.
Α Τιμ. 6,7 οὐδὲν γὰρ
εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ
ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα·
Α Τιμ. 6,7 Ολοι ας είμεθα ολιγαρκείς, διότι τίποτε δεν
εφέραμεν στον κόσμον κατά την γέννησίν μας. Είναι δε ολοφάνερον, ότι και τίποτε
δεν ημπορούμεν να βγάλωμεν από τον κόσμον και να πάρωμεν μαζή μας κατά την ώραν
του θανάτου μας.
Α Τιμ. 6,8 ἔχοντες δὲ
διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα.
Α Τιμ. 6,8 Οταν δε έχωμεν τας απαραιτήτους τροφάς, κατοικίαν
και σκεπάσματα δια να σκεπαζώμεθα, εις αυτά θα αρκούμεθα.
Α Τιμ. 6,9 οἱ δὲ
βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ
παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ
βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον
καὶ ἀπώλειαν.
Α Τιμ. 6,9 Εκείνοι που κατέχονται από την επιθυμίαν των
χρημάτων και θέλουν να πλουτήσουν, περιπίπτουν μέσα εις πειρασμόν και εις
παγίδα, που τους στήνει ο διάβολος, και εις επιθυμίας πολλάς και βλαβεράς, αι
οποίαι βυθίζουν τους ανθρώπους εις την καταστροφήν και την απώλειαν.
Α Τιμ. 6,10 ῥίζα γὰρ
πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι
ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς
περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς.
Α Τιμ. 6,10 Διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Και
μερικοί, οι οποίοι εκυριεύθησαν από αυτήν και την σφοδράν επιθυμίαν, που γεννά
η φυλαργυρία δια το χρήμα, παρεπλανήθησαν και εξέκοψαν από την πίστιν και
εκάρφωσαν τον ευτόν τους με πολλάς οδύνας και πόνους, σαν με φοβερά καρφιά.
Α Τιμ. 6,11 Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε
τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε· δίωκε δὲ δικαιοσύνην,
εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα.
Α Τιμ. 6,11 Συ δε, ω άνθρωπε του Θεού, απόφευγε όλα αυτά τα
αμαρτήματα και πάθη. Επιδίωκε δε να αποκτήσης την δικαιοσύνην, την ευσέβειαν,
την πίστιν, την αγάπη, την υπομονήν, την πραότητα.
Εὐαγγέλιο: ( Λουκ. κ΄ 1 - 8 )
Λουκ.
20,1 Καὶ ἐγένετο ἐν
μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ
τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου
ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς
σὺν τοῖς πρεσβυτέροις
Λουκ. 20,1 Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος
εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της
σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή
με τους πρεσβυτέρους
Λουκ.
20,2 καὶ εἶπον πρὸς
αὐτὸν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν ἐν ποίᾳ
ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ
δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην;
Λουκ. 20,2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά
η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και
τους εμπορευομένους από τον ναόν;”
Λουκ.
20,3 ἀποκριθεὶς δὲ
εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ
ἕνα λόγον καὶ εἴπατέ μοι·
Λουκ. 20,3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ
θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και
κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε.
Λουκ.
20,4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου
ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων;
Λουκ. 20,4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο
κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”.
Λουκ.
20,5 οἱ δὲ
συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν
εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν
οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ;
Λουκ. 20,5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν
είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις
αυτόν;
Λουκ.
20,6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν,
ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς·
πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι.
Λουκ. 20,6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και
επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο
λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο
Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού.
Λουκ.
20,7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ
εἰδέναι πόθεν.
Λουκ. 20,7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ,
κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου.
Λουκ.
20,8 καὶ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν
ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.
Λουκ. 20,8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με
ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.