Θὰ εἶμαι γιὰ πάντα μαζί σου
Παρ’
ὅλες τὶς ἀμφιβολίες μου καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου, Κύριε, λέει ὁ Ψαλμωδός, γιὰ τὴν
εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐγὼ ὄχι μόνο δὲν ἔφυγα ἀπὸ κοντά Σου, ἀλλὰ θὰ εἶμαι
γιὰ πάντα μαζί Σου. «Κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ» (Ψαλμ. οβ΄ [72] 23). «Ἐδῶ λείπει
τὸ ‘‘ἔσομαι’’ (=θὰ εἶμαι)», παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καὶ
πρέπει νὰ ἀκούεται ἔξωθεν, ἤγουν (δηλαδή) ἐγὼ ἔσομαι διὰ παντὸς μετὰ σοῦ, ἐννοῶν
σὲ πάντοτε καὶ λαλῶν τὰ ἐδικά σου θεῖα προστάγματα καὶ μὴ χωριζόμενός ποτε ἀπὸ
τὴν ἐδικήν σου ἐνθύμησιν»1. Δὲν σὲ ἐγκατέλειψα, Κύριέ μου, οὔτε ἔχασα τὴν ἐλπίδα
μου σ’ Ἐσένα βλέποντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ εὐτυχοῦν καὶ νὰ πλουτίζουν, ἀλλ’
ἔμεινα πάντοτε «μετὰ σοῦ», ὄχι μὲ τὴ δική μου δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς
Χάριτός Σου. «Ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου». Μὲ κράτησες ἀπὸ τὸ δεξί
μου χέρι, ὅπως ὁ πατέρας βοηθᾶ καὶ κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ
βαδίζει δίπλα του. Στὶς ὧρες τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ τῆς ἀμφιβολίας μου μὲ
συγκρατοῦσες καὶ μὲ ὁδηγοῦσες γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν δρόμο μου καὶ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ
ἀπὸ κοντά Σου.