Τον καιρό του αγίου Σάββα ζούσαν στην
Λαύρα του πολλοί και ενάρετοι μοναχοί και υπηρετούσαν τον Κύριο. Πήγε,
λοιπόν, και ένας άρχοντας ευγενής και πλούσιος να μονάσει, τον οποίο
υποδέχτηκε με χαρά ο άγιος.
Και επειδή δεν ήταν μαθημένος στον
κόπο, τον φρόντιζε και δεν τον άφηνε να πηγαίνει με τους άλλους στις
βαριές γεωργικές εργασίες. Εκεί δούλευαν μέχρι την ενάτη ώρα, και τότε
έρχονταν και διάβαζαν από κοινού την ακολουθία, και μετά τον εσπερινό
έτρωγαν, μία φορά τη μέρα κοινοβιακά.
Επειδή αυτός δεν
μπορούσε να τα κάνει αυτά, γιατί ήταν αρχάριος, τον πρόσταξε να
αγωνίζεται στο μοναστήρι όσο μπορεί και να νηστεύει ωσότου επιστρέφουν
όλοι οι αδελφοί, και να τρώνε μαζί σύμφωνα με την τάξη.
Αυτός όμως ούτε καν αυτή την εντολή δεν τηρούσε αλλά έτρωγε στο κελί του, γιατί του έφερναν οι συγγενείς του διάφορα φαγητά.