"Πριν 40 περίπου χρόνια ήμουν Δικαίος,
και ένα βράδυ μόλις σουρούπωνε, πηγαίνω και κλείνω την εξώθυρα. Μόλις
έκλεισα, άκουσα απ΄ έξω μια φωνή σοβαρή και συνάμα ειρηνική να μου λέει
:
"Μην ανοίγεις. Μέσα στον φούρνο σου έχεις παξιμάδια. Βάλε σ΄ ένα
τσουβάλι παξιμάδια, φέρτο και άφησέ το στο τάδε μέρος. Έχουμε ανάγκη.
Είμαστε αρκετοί και προσευχόμαστε για σας. Μην έχεις περιέργεια να με
δεις".
Έκανα όπως μου είπε το άγνωστο αυτό πρόσωπο. Είχα όμως την περιέργεια να δω ποιος είναι.
"Κάθε μήνα ερχόταν αυτός ο μοναχός, αλλά δεν τον έβλεπα. Άλλοτε άκουγα
τη φωνή του, ενώ ήμουν μέσα στην Εκκλησία ή στο υπόγειο. Κάθε φορά άφηνα
το τσουβάλι με τα παξιμάδια νύχτα σε ορισμένο μέρος και έφευγα. Την
επομένη έλειπε.