(Λουκ ι’, 25-37)
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.
Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ
ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ
ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς.
Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε
ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ
εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές
μας.
Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν
κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν
ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας.
Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία
ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν
εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.