Β Κορ. 1,8 Οὐ γὰρ
θέλομεν ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὑπὲρ τῆς
θλίψεως ἡμῶν τῆς γενομένης ἡμῖν ἐν τῇ
Ἀσίᾳ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐβαρήθημεν ὑπὲρ
δύναμιν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ
ζῆν·
Β Κορ. 1,8 Δεν θέλομεν δε να αγνοήτε, αδελφοί, την θλίψιν που
μας ευρήκεν εις την Ασίαν, διότι εταλαιπωρήθημεν παρά πολύ υπερβολικά μεγάλο
βάρος θλίψεων και δοκιμασιών έπεσεν επάνω μας, παραπάνω από την δύναμίν μας,
ώστε να χάσωμεν κάθε ελπίδα και δι' αυτήν ακόμη την ζωήν μας.
Β Κορ. 1,9 ἀλλὰ αὐτοὶ
ἐν ἑαυτοῖς τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν,
ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾿ ἑαυτοῖς, ἀλλ᾿
ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς
νεκρούς·
Β Κορ. 1,9 Ολα δε αυτά έγιναν αιτία, ώστε ημείς οι ίδιοι να
πάρωμεν σαν απάντησιν από τα γεγονότα την πληροφορίαν και την βεβαιότητα, ότι
πρόκειται να αποθάνωμεν. Επέτρεψε δε ο Κυριος τους φοβερούς αυτούς και
θανασίμους κινδύνους δια να μη έχωμεν πεποίθησιν στον εαυτόν μας, αλλ' στον
Θεόν, ο οποίος ανασταίνει τους νεκρούς.
Β Κορ. 1,10 ὃς ἐκ
τηλικούτου θανάτου ἐρύσατο ἡμᾶς καὶ ῥύεται, εἰς
ὃν ἠλπίκαμεν ὅτι καὶ ἔτι ῥύσεται,
Β Κορ. 1,10 Αυτός μας εγλύτωσεν από ένα τόσον μεγάλον και βέβαιον
κίνδυνον θανάτου και μας γλυτώνει. Εις αυτόν δε έχομεν αναθέσει τας ελπίδας
μας, ότι και στο μέλλον θα μας γλυτώση και από άλλους κινδύνους,
Β Κορ. 1,11 συνυπουργούντων καὶ
ὑμῶν ὑπὲρ ἡμῶν τῇ δεήσει, ἵνα ἐκ
πολλῶν προσώπων τὸ εἰς ἡμᾶς χάρισμα διὰ
πολλῶν εὐχαριστηθῇ ὑπὲρ ἡμῶν.
Β Κορ. 1,11 αφού και σεις υποβοηθείτε και συνεργείτε με τας
προσευχάς σας υπέρ ημών προς τον Θεόν, ώστε το δώρον που θα μας χαρίση ο Θεός,
η περιφρούρησις δηλαδή της ζωής μας από τους κινδύνους, να ομολογηθή και να
αναγνωρισθή ως δωρεά του από πολλά πρόσωπα, από ημάς δηλαδή και από σας. Και
έτσι να αναπεμφθή με πολλούς τρόπους θερμή ευχαριστία προς τον Κυριον δι' ημάς.
Λουκ.
7,1 Ἐπεὶ δὲ ἐπλήρωσε
πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς
τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ.
Λουκ. 7,1 Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς
το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ.
Λουκ.
7,2 Ἑκατοντάρχου δέ τινος
δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν
αὐτῷ ἔντιμος.
Λουκ. 7,2 Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ
βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και
υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον.
Λουκ.
7,3 ἀκούσας δὲ περὶ
τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν
πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως
ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ.
Λουκ. 7,3 Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του
Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν
να έλθη και σώση τον δούλον του.
Λουκ.
7,4 οἱ δὲ
παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν
σπουδαίως, λέγοντες ὅτι ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο.
Λουκ. 7,4 Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν
με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του
κάμης αυτήν την χάριν,
Λουκ.
7,5 ἀγαπᾷ γὰρ
τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς
ᾠκοδόμησεν ἡμῖν.
Λουκ. 7,5 διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα
έκτισε την συναγωγήν.
Λουκ.
7,6 ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ
οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε
πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ·
Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα
ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς·
Λουκ. 7,6 Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν
επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και
του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από
την στέγην μου.
Λουκ.
7,7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν
ἠξίωσα πρός σε ἐλθεῖν· ἀλλ᾿ εἰπὲ
λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
Λουκ. 7,7 Δι' αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να
έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο
υπηρέτης μου.
Λουκ.
7,8 καὶ γὰρ ἐγὼ
ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων
ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ,
πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ
ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ
ποιεῖ.
Λουκ. 7,8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν
μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν
μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και
έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο
ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”.
Λουκ.
7,9 ἀκούσας δὲ ταῦτα
ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς
τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε·
λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ
τοσαύτην πίστιν εὗρον.
Λουκ. 7,9 Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον
εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω
ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και
τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην
εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο
σπίτι”.
Λουκ.
7,10 καὶ ὑποστρέψαντες
οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα
δοῦλον ὑγιαίνοντα.
Λουκ. 7,10 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν
στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/