Φιλιπ. 1,27 Μόνον ἀξίως τοῦ
εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθε, ἵνα εἴτε ἐλθὼν
καὶ ἰδὼν ὑμᾶς εἴτε ἀπὼν ἀκούσω
τὰ περὶ ὑμῶν, ὅτι στήκετε ἐν ἑνὶ
πνεύματι, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου,
Φιλιπ. 1,27 Μονον σας παρακαλώ να πορεύεσθε και να φέρεσθε κατά
τρόπον άξιον του Ευαγγελίου του Χριστού, ώστε είτε όταν έλθω και σας ίδω, είτε
όταν δεν κατορθώσω να έλθω και είμαι απών, ακούσω όμως πληροφορίας δια σας, να
βεβαιωθώ ότι στέκεσθε και μένετε σταθεροί στον πνευματικόν αγώνα,
συναγωνιζόμενοι δια την πίστιν του Ευαγγελίου όλοι μαζή με ένα φρόνημα και με
μία ψυχήν,
Φιλιπ. 1,28 καὶ μὴ
πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων, ἥτις
αὐτοῖς μέν ἐστιν ἔνδειξις ἀπωλείας, ὑμῖν
δὲ σωτηρίας, καὶ τοῦτο ἀπὸ Θεοῦ·
Φιλιπ. 1,28 χωρίς καθόλου να φοβήσθε και να ταράττεσθε εις τίποτε
από τους αντιπάλους του Χριστού. Αυτή δε η απτόητος και γενναία συμπεριφορά σας
είναι δι' αυτούς μεν απόδειξις, ότι θα καταλήξουν εις την αιωνίαν απώλειαν,
αμετανόητοι εις την αποστασίαν των, δια σας δε είναι απόδειξις αιωνίας
σωτηρίας. Και τούτο, το διώκεσθε από τους εχθρούς του Ευαγγελίου και το να
κερδίσετε την σωτηρίαν, είναι δώρον Θεού.
Φιλιπ. 1,29 ὅτι ὑμῖν
ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ
εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ
αὐτοῦ πάσχειν, -
Φιλιπ. 1,29 Διότι εις σας έχει δοθή ως χάρισμα και δώρον από τον
Θεόν, όχι μόνον το να πιστεύετε στον Χριστόν, αλλά και να πάσχετε δια το όνομα
του Χριστού.
Φιλιπ. 1,30 τὸν αὐτὸν
ἀγῶνα ἔχοντες, οἷον εἴδετε ἐν ἐμοὶ
καὶ νῦν ἀκούετε ἐν ἐμοί.
Φιλιπ. 1,30 Ετσι δε έχετε και τον ίδιον με εμέ αγώνα, τον οποίον
με είδατε να διεξάγω, όταν ευρισκόμην στους Φιλίππους, όπου εδάρην και
εφυλακίσθην, και τον οποίον τώρα ακούετε, ότι έχω επίσης εις την Ρωμην.
Φιλιπ. 2,1 Εἴ τις οὖν
παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ
τις κοινωνία Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοί,
Φιλιπ. 2,1 Εαν, λοιπόν, ω Φιλιππήσιοι, θέλετε να με
παρηγορήσετε τώρα, που ευρίσκομαι φυλακισμένος και δέσμιος, εάν επιθυμήτε με
την αγάπην σας να με παραμυθήσετε εις την θλίψιν μου, εάν μετέχετε στο αυτό
Αγιον Πνεύμα, που μετέχω και εγώ, εάν έχετε σπλάγχνα καλωσύνης και οικτιρμούς
και με συμπονήτε δι' όσα τώρα πάσχω,
Φιλιπ. 2,2 πληρώσατέ μου τὴν
χαράν, ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν
ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες,
Φιλιπ. 2,2 κάμετε πλήρη και τελείαν την χαράν μου. Και θα
ολολκληρωθή πράγματι η χαρά μου, εάν φροντίζετε και αγωνίζεσθε να καλιεργήτε
και κρατήτε όλοι το αυτό φρόνημα, έχοντες την ιδίαν αγάπην μεταξύ σας, εάν
γίνεσθε σαν μια ψυχή και μια καρδία, όλοι με ένα και το αυτό αληθινόν φρόνημα,
Φιλιπ. 2,3 μηδὲν κατὰ ἐριθείαν
ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους
ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν.
Φιλιπ. 2,3 χωρίς τίποτε να πράττετε από φατριασμόν και
ιδιοτέλειαν η από κενοδοξίαν, αλλά δια της ταπεινοφροσύνης να θεωρή ο ένας τον
άλλον ανώτερον από τον ευατόν του και να τον τιμά και να τον σέβεται.
Φιλιπ. 2,4 μὴ τὰ ἑαυτῶν
ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος.
Φιλιπ. 2,4 Μη κυττάζετε κατά ένα τρόπον στενόκαρδον και μη
επιδιώκετε ο καθένας τα ατομικά του συμφέροντα, αλλ' α επιζητή και ας εξυπηρετη
και τα συμφέροντα των άλλων.
Λουκ.
9,12 Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο
κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ·
ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς
κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ
εὕρωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ
τόπῳ ἐσμέν.
Λουκ. 9,12 Αλλ' η ημέρα ήρχισε να κλίνη προς την δύσιν. Τον
επλησίασαν τότε οι δώδεκα και του είπαν· διάλυσε τα πλήθη του λαού, δια να πάνε
εις τα γύρω χωριά και τις αγροτικές κατοικίες να καταλύσουν και να εύρουν
τροφάς, δια να φάγουν, διότι εδώ ευρισκόμεθα εις έρημον τόπον”.
Λουκ.
9,13 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ
δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον
ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες
ἡμεῖς ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον
βρώματα·
Λουκ. 9,13 Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “δώστε τους σεις να
φάγουν”. Αυτοί δε είπαν· “δεν μας βρίσκονται παρά πάνω από πέντε ψωμιά και δύο
ψάρια, εκτός εάν πάμε ημείς και κυττάξωμεν να αγοράσωμε δι' όλον αυτόν τον λαόν
τροφάς”.
Λουκ.
9,14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ
ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ
πεντήκοντα.
Λουκ. 9,14 Διότι οι άνδρες μόνον ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες.
Είπε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “βάλτε τους να καθίσουν καθ' ομάδας από
πενήντα, πενήντα”.
Λουκ.
9,15 καὶ ἐποίησαν οὕτω
καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.
Λουκ. 9,15 Και έκαμαν έτσι οι μαθηταί και έβαλαν όλους να
καθίσουν.
Λουκ.
9,16 λαβὼν δὲ τοὺς
πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς
τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ
κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ
ὄχλῳ.
Λουκ. 9,16 Επήρε τότε ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο
ψάρια, ύψωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον Πατέρα, και ευλόγησε
τους άρτους. Επειτα τους έκοψε κομμάτια και έδιδε συνεχώς στους μαθητάς, δια να
παραθέσουν στον λαόν να φάγη.
Λουκ.
9,17 καὶ ἔφαγον καὶ
ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς
κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
Λουκ. 9,17 Και έφαγαν και εχόρτασαν όλοι και εσήκωσαν έπειτα,
από ο,τι τους είχε περισσεύσει, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
Λουκ.
9,18 Καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ
οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων·
τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;
Λουκ. 9,18 Και ενώ προσηύχετο απομονωμένος από το πλήθος, ήσαν
μαζή του οι μαθηταί και τους ηρώτησε, λέγων· “ποίος λένε τα πλήθη ότι είμαι;”
http://hristospanagia3.blogspot.gr/