Στις αρχές του Οκτωβρίου είχαμε πάει μαζί με τον κουνιάδο μου και την γυναίκα μου στο Άνω Σούλι σε μια ταβέρνα.
Μόλις φτάσαμε στην ταβέρνα, λίγο πριν, είδαμε την πινακίδα που
έδειχνε τον δρόμο προς το μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ. Λέει η κουνιάδα
μου, δεν πάμε να προσκυνήσουμε; Πάμε, είπαμε ομόφωνα και οι τέσσερις.
Ανηφορήσαμε λοιπόν προς το μοναστήρι. Μόλις φτάσαμε ήταν η ώρα που το
μοναστήρι έκλεινε. Ο καλόγερος όμως μας είδε απογοητευμένους και μας
πέρασε μέσα.
Το μοναστηράκι λιτό, απλό και ένοιωθες να σε τυλίγει αγάπη, καλοσύνη,
ηρεμία. Ο καλόγερος μας πήγε στην εκκλησία που γίνεται η λειτουργία. Στο
προσκύνημα δεν ανεβήκαμε γιατί δεν θέλαμε να γίνουμε βάρος λόγω της
περασμένης ώρας. Το απόγευμα που γύρισα σπίτι άρχισε να με ενοχλεί ένας
πόνος ελαφρύς στον αυχένα. Σκέφτηκα πως κρύωσα, γιατί είχα το παράθυρο
του αυτοκινήτου ανοιχτό. Όμως τη νύχτα ο πόνος έγινε οξύς και δεν με
άφησε να κοιμηθώ. Τι ζεστά, τι παυσίπονα, τίποτα.