Κάποιος από τους επίσημους άρχοντες είχε μεγάλη πίστη και ιδιαίτερη αγάπη στον ιεράρχη του Χριστού, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο· αρρώστησε κάποτε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον σηκώσουν και να τον φέρουν στο σεβάσμιο και ιερό ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και ο τάφος του θεοφόρου πατρός και όπου πολλοί ασθενείς έβρισκαν θεραπεία.
Φθάνοντας εκεί ο άρχοντας, άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα μπρος στον
ιερό τούτο χώρο και ξάπλωσε στο στρώμα που είχαν ετοιμάσει, καταγής. Μισοξαπλωμένος
καθώς ήταν, αισθανότανε δυνατούς πόνους και επικαλούνταν στην προσευχή
του τους αγίους Αποστόλους του Χριστού και τον ιερό Χρυσόστομο να τον
ελεήσουν τώρα, που βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.
Και τότε άρχισε να νιώθει πολύ πιο έντονα να έρχονται στη μνήμη του όλες
οι αμαρτωλές του πράξεις· και καθώς με τον λογισμό του τις αναπολούσε,
πήρε να θρηνεί και να λέει:
–Αλλοίμονο σ’ εμένα τον ταλαίπωρο και αμετανόητο! Πώς θα πορευθώ την οδό
που δεν έχει επιστροφή! Και πώς θα υποφέρω την απειλή του φοβερού
Κριτού και τις αφόρητες και αιώνιες κολάσεις!