Στὶς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1967, ἡμέρα Σάββατο καὶ ὥρα 3 μ.μ. ἐπῆγα στὰ Μετέωρα, γιὰ νὰ προσκυνήσω καὶ ὠφεληθῶ ψυχικά. Τὴν Κυριακὴ ἐλειτούργησα στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως καὶ τὴν Δευτέρα στὸν ῞Αγιο Στέφανο, νυκτερινή. Χαρὰ Θεοῦ καὶ εὐλογία Κυρίου.
Αφοῦ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψα στὸ χωριό μου, μὲ εἰδοποίησαν
ἀμέσως νὰ πηγαίνω νὰ κοινωνήσω τὴν γριά, Ζωὴ ᾿Αντωνίου Γκαγκαστάθη, ποὺ
ἦταν ἀπὸ καιρὸ κατάκοιτη, περίπου 85 ἐτῶν.
᾿Επῆγα, καὶ μόλις τὴν κοινώνησα τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων, ἀμέσως ἐφώναξε:
μὲ ἔκαψεν ἡ Κοινωνία, φωτιὰ ἔχω, δός τε μου νερὸ νὰ πιῶ, καίγομαι. Μὲ
καίει μέσα... Στὶς λίγες ὧρες ποὺ ἔζησε φώναζε συνέχεια, κάηκα ἡ
καϋμένη.
Κατόπιν παρέδωκε τὸ πνεῦμα της. Αὐτὸ ἦταν θαῦμα, διότι αὐτὴ εἶχε καιρὸ
νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ εἶχεν ἄστατο χαρακτῆρα. Εἶχε τὸ δαιμόνιο τῆς
καταλαλιᾶς. ῞Οπου πήγαινε, πάντα ἔλεγε διάφορα ἄσχημα λόγια γιὰ τὸ παιδί
της, τὴν νύφη της κλπ. Πάντα καταλαλοῦσε.
Δὲν σταματοῦσε καθόλου. ῞Ολοι τὴν ἔβλαπταν καὶ ἀπὸ κανένα δὲν ἔμενε εὐχαριστημένη. Εἶχε καὶ τὸ δαιμόνιο τῆς γαστριμαργίας.