Κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀσπαζόμαστε τήν ἱερή εἰκόνα πού παριστᾶ τό γεγονός τῆς Κοιμήσεώς της. Ἡ ὅλη εἰκόνα ὄχι μόνον ἀναπαριστᾶ αὐτό πού ἔγινε κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τῆς Παναγίας, ἀλλά δείχνει καί τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πρόκειται γιά μιά εἰκόνα πού δείχνει κατά τόν πλέον ἀνάγλυφο τρόπο τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση, ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἱερή εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει
στό κέντρο της τόν Χριστό καί τήν Παναγία, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καί
γύρω ἀπό αὐτούς τούς Ἀποστόλους, τούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἀγγέλους.
Ἔπειτα, στήν ἱερή εἰκόνα φαίνεται καθαρά ὅτι στήν Ἐκκλησία ἔχει
καταργηθῆ ὁ θάνατος, ἀλλά αὐτό πού ὀνομάζουμε θάνατο εἶναι ἕνας ἁπλός
ὕπνος. Τό σῶμα δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτό λαμπρύνεται, ἀλλά καί ἡ
ψυχή ζῆ μετά θάνατο, καί, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἁγιασθῆ, βρίσκεται «ἐν
χειρί Θεοῦ». Αὐτό πού συνέβη μέ τήν Παναγία, κατά ἀναλογία, ἐπιθυμοῦμε
νά συμβῆ καί σέ μᾶς.