Πραξ. 6,8 Στέφανος δὲ
πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα
μεγάλα ἐν τῷ λαῷ.
Πραξ. 6,8 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού,
έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν
την αλήθειαν της πίστεως.
Πραξ. 6,9 ἀνέστησαν δέ
τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης
Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ
Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,
Πραξ. 6,9 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο
συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι,
και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της
Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με
τον Στέφανον.
Πραξ. 6,10 καὶ οὐκ ἴσχυον
ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ
ἐλάλει.
Πραξ. 6,10 Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και
στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος.
Πραξ. 6,11 τότε ὑπέβαλον ἄνδρας
λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα
βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν·
Πραξ. 6,11 Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι
οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη
βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού.
Πραξ. 6,12 συνεκίνησάν τε τὸν
λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς,
καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς
τὸ συνέδριον,
Πραξ. 6,12 Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους
πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν
έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον.
Πραξ. 6,13 ἔστησάν τε
μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ
παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου
καὶ τοῦ νόμου·
Πραξ. 6,13 Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο
άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου,
δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου.
Πραξ. 6,14 ἀκηκόαμεν γὰρ
αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος
οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ
ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.
Πραξ. 6,14 Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει
να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα
αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”.
Πραξ. 6,15 καὶ ἀτενίσαντες
εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ
συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ
πρόσωπον ἀγγέλου.
Πραξ. 6,15 Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο
συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν'
ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.
Πραξ. 7,1 Εἶπε δὲ ὁ
ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;
Πραξ. 7,1 Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά,
όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;”
Πραξ. 7,2 ὁ δὲ ἔφη·
ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς
τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ
ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι
αὐτὸν ἐν Χαῤῥάν,
Πραξ. 7,2 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες,
ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν
ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν.
Πραξ. 7,3 καὶ εἶπε πρὸς
αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ
τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἄν
σοι δείξω.
Πραξ. 7,3 Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και
από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.
Πραξ. 7,4 τότε ἐξελθὼν
ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαῤῥάν. κἀκεῖθεν
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ
μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς
ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
Πραξ. 7,4 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων
και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον
έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα
κατοικείτε.
Πραξ. 7,5 καὶ οὐκ ἔδωκεν
αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα
ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς
κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿
αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.
Πραξ. 7,5 Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν
ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση
ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους
απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.
Πραξ. 7,47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν
αὐτῷ οἶκον.
Πραξ. 7,47 Αλλά ο Σολομών έκτισε ναόν στον Θεόν.
Πραξ. 7,48 ἀλλ᾿ οὐχ
ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς
ὁ προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,48 Ομως ο Υψιστος δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς,
όπως άλλωστε και ο προφήτης λέγει·
Πραξ. 7,49 ὁ οὐρανός
μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν
μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ
τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,49 Ο ουρανός είναι δι' εμέ θρόνος και η γη υποπόδιον των
ποδών μου. Ποίον οίκον ημπορείτε να μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κυριος, η ποίος
θα είναι ο τόπος της μονίμου παραμονής και αναπαύσεώς μου;
Πραξ. 7,50 οὐχὶ ἡ
χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;
Πραξ. 7,50 Ολα αυτά, που ημπορείτε σεις οι άνθρωποι να μου τα
προσφέρετε, δεν τα έχει κάμει το παντοδύναμον χέρι μου;
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι καὶ
ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς
ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς
οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.
Πραξ. 7,51 Σκληροτράχηλοι, που δεν θέλετε να σκύψετε το κεφάλι
σας ενώπιον του Θεού και που έχετε περικόψει από την καρδίαν σας τας κακίας,
έχετε βαρειά τ' αυτιά σας, ώστε να μη ακούετε το θέλημα του Θεού· σεις πάντοτε
αντιπράττετε και ανθίστασθε στο Πνεύμα το Αγιον, όπως και οι πατέρες σας.
Πραξ. 7,52 τίνα τῶν προφητῶν
οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν
τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ
δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς
γεγένησθε·
Πραξ. 7,52 Ποίον από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πατέρες σας;
Αυτοί και εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν, δια την έλευσιν του δικαίου,
του οποίου τώρα σεις έχετε γίνει προδόται και φονείς.
Πραξ. 7,53 οἵτινες ἐλάβετε
τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.
Πραξ. 7,53 Σεις οι οποίοι ελάβατε τον νόμον με εντολάς, που ο
Θεός σας έδωσε δια μέσου των αγγέλων, και δεν τον εφυλάξατε”.
Πραξ. 7,54 Ἀκούοντες δὲ
ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον
τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
Πραξ. 7,54 Ενώ δε ήκουαν αυτά ησθάνοντο τας καρδίας των να
σχίζωνται από άγριον θυμόν και έτριζαν τα δόντια των εναντίων του Στεφάνου.
Πραξ. 7,55 ὑπάρχων δὲ πλήρης
Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε
δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν
τοῦ Θεοῦ,
Πραξ. 7,55 Αυτός δε, γεμάτος Πνεύμα Αγιον, έστρεψε και προσήλωσε
το βλέμμα του στον ουρανόν, είδε την δόξαν και λαμπρότητα του ουρανού και τον
Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού
Πραξ. 7,56 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους
καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν
τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.
Πραξ. 7,56 και είπε· “ιδού, βλέπω ανοιγμένους τους ουρανούς και
τον υιόν του ανθρώπου να στέκεται εκ δεξιών του Θεού”.
Πραξ. 7,57 κράξαντες δὲ φωνῇ
μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν
ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν,
Πραξ. 7,57 Οι σύνεδροι και οι άλλοι Ιουδαίοι, αφού εκραύγασαν με
μεγάλην φωνήν, εβούλλωσαν τ' αυτιά των, δια να μη ακούουν τα βλάσφημα τάχα αυτά
λόγια του Στεφάνου και ώρμησαν με μια γνώμη όλοι μαζή εναντίον του.
Πραξ. 7,58 καὶ ἐκβαλόντες
ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο
τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου
καλουμένου Σαύλου,
Πραξ. 7,58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον λιθοβολούσαν.
Και μάρτυρες της κατηγορίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον νόμον, πρώτοι έπρεπε να
ρίψουν λίθον εναντίον του καταδίκου, έβγαλαν και αφήκαν προς φύλαξιν τα ρούχα
των κοντά εις τα πόδια ενός νέου, που ελέγετο Σαύλος,
Πραξ. 7,59 καὶ ἐλιθοβόλουν
τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ,
δέξαι τὸ πνεῦμά μου.
Πραξ. 7,59 και ελιθοβολούσαν τον Στέφανον, καθ' ον χρόνον εκείνος
επεκαλείτο τον Κυριον και έλεγε· “Κυριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου”.
Πραξ. 7,60 θεὶς δὲ τὰ
γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς
αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν
ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει
αὐτοῦ.
Πραξ. 7,60 Αφού δε εγονάτισε, εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Κυριε,
μη καταλογίσης εις αυτούς αυτήν την αμαρτίαν”. Και αφού είπε την προσευχήν αυτήν
της συγγνώμης, εκοιμήθηκε εν Κυρίω. Ο δε Σαύλος επεδοκίμαζε την θανατικήν
εκτέλεσιν του Στεφάνου.
Ματθ. 20,1 Ὁμοία γάρ ἐστιν
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ,
ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς
τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ.
Ματθ. 20,1 Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία
παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο
οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του.
Ματθ. 20,2 καὶ συμφωνήσας μετὰ
τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν
αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ.
Ματθ. 20,2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως
ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του.
Ματθ. 20,3 καὶ ἐξελθὼν
περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν
τῇ ἀγορᾷ ἀργούς,
Ματθ. 20,3 Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και
είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους
μισθώση κανείς.
Ματθ. 20,4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν·
ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα,
καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ
δὲ ἀπῆλθον.
Ματθ. 20,4 Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι
και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν.
Ματθ. 20,5 πάλιν ἐξελθὼν
περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως.
Ματθ. 20,5 Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο
απόγευμα και έκαμε το ίδιο.
Ματθ. 20,6 περὶ δὲ τὴν
ἑνδεκάτην ὥραν ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας
ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε
ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί;
Ματθ. 20,6 Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους
εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την
ημέραν άνεργοι;
Ματθ. 20,7 λέγουσιν αὐτῷ·
ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς·
ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα,
καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε.
Ματθ. 20,7 Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε.
Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα
πάρετε.
Ματθ. 20,8 ὀψίας δὲ
γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ
αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος
αὐτοῖς τὸν μισθόν, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων
ἕως τῶν πρώτων.
Ματθ. 20,8 Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον
διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από
τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους.
Ματθ. 20,9 καὶ ἐλθόντες οἱ
περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ
δηνάριον.
Ματθ. 20,9 Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε
το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον.
Ματθ. 20,10 ἐλθόντες δὲ οἱ
πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον
καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον.
Ματθ. 20,10 Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν
περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον.
Ματθ. 20,11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον
κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου
Ματθ. 20,11 Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι
εναντίον του οικοδεσπότου
Ματθ. 20,12 λέγοντες ὅτι οὗτοι
οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν
αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς
ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα.
Ματθ. 20,12 και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα
εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον
βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα.
Ματθ. 20,13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ
ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι;
Ματθ. 20,13 Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς·
Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον;
Ματθ. 20,14 ἆρον τὸ σὸν
καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ
δοῦναι ὡς καὶ σοί·
Ματθ. 20,14 Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε
εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε·
Ματθ. 20,15 ἢ οὐκ ἔξεστί
μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς; εἰ ὁ
ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι;
Ματθ. 20,15 η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την
ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ
είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία.
Ματθ. 20,16 Οὕτως ἔσονται
οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι·
πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Ματθ. 20,16 Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και
ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και
της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως
είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και
θερμόν ζήλον”.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/