Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Όταν είχα έρθει στο Άγιον Όρος για πρώτη φορά, το 1950, ανεβαίνοντας από
τα Καυσοκαλύβια για την Αγία Άννα, είχα χάσει τον δρόμο· αντί να πάρω
τον δρόμο για την Σκήτη της Αγίας Άννης, προχώρησα για την κορυφή του
Άθωνα.
Αφού βάδισα αρκετά, κατάλαβα ότι πάω ψηλά και έψαχνα να βρω κανένα
μονοπάτι να βγω σύντομα. Επάνω λοιπόν σ’ αυτή την αγωνία μου, ενώ
παρακαλούσα την Παναγία να με βοηθήση, ξαφνικά μου παρουσιάζεται ένας
Αναχωρητής με φωτεινό πρόσωπο – θα ήταν γύρω
στα εβδομήντα χρόνια – που έδειχνε από την ενδυμασία του να μην είχε
επαφή με ανθρώπους. Φορούσε ένα ζωστικό σαν από καραβοπάνι, αλλά πολύ
ξεθωριασμένο και κατατρυπημένο. Τις δε τρύπες τις είχε πιασμένες με
ξύλινα σουβλιά, όπως πιάνουν οι γεωργοί τα τρύπια σακιά, όταν δεν έχουν
σακοράφα και σπάγγο. Είχε επίσης έναν τουρβά δερμάτινο, ξεθωριασμένο και
τις τρύπες πιασμένες πάλι με τον ίδιο τρόπο. Στον δε λαιμό του είχε μια
χονδρή αλυσίδα, που κρατούσε ένα κουτί μπροστά στο στήθος του. Φαίνεται
είχε κάτι το ιερό!
Πριν λοιπόν τον ρωτήσω εγώ, μου είπε εκείνος: