Ἡ Κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἄννας Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἡ Ἁγία Ἄννα, ἡ μητέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί.
Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ.
Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.Ἡ Ἁγία Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.
Ὁ πατέρας της, ποὺ ἦταν ἱερέας, ὀνομαζόταν Ματθᾶν καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Ἡ Ἄννα εἶχε καὶ δυὸ ἀδελφές, τὴν ὁμώνυμη μὲ τὴ μητέρα της Μαρία καὶ τὴ Σοβήν. Καὶ ἡ μὲν Μαρία εἶχε κόρη τὴ Σαλώμη, ἡ δὲ Σοβῆ τὴν Ἐλισάβετ.
Καὶ ἡ Ἄννα τὴν Παρθένο Μαρία.Ἡ Ἁγία Ἄννα ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὴ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐτυχία νὰ ἀποκτήσει μοναδικὴ κόρη, τὴν μητέρα τοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου.
Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Ἄννα ἀπογαλάκτισε τὴν Θεοτόκο καὶ τὴν ἀφιέρωσε στὸ Θεό, αὐτὴ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἐλεημοσύνες πρὸς τοὺς φτωχούς.
Τέλος, εἰρηνικὰ παρέδωσε στὸ Θεὸ τὴ δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τὰ αἰώνια ἀγαθά. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται». Οἱ δίκαιοι, δηλαδή, θὰ μεταβοῦν γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴ αἰώνια.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, Ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα· διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη ἱλασμόν, ἀειμακάριστε.