«Σε ένα μοναστήρι πήγαν έναν δαιμονισμένο και ο ηγούμενος είπε στους πατέρες να πάνε στην εκκλησία να κάνουν κομποσχοίνι. Είχαν εκεί και την κάρα του Αγίου Παρθενίου, επισκόπου Λαμψάκου, και το δαιμόνιο στριμώχθηκε πολύ.
Συγχρόνως, ο ηγούμενος ανέθεσε και σε έναν ιερομόναχο να διαβάσει στον
δαιμονισμένο εξορκισμούς. Ο ιερομόναχος αυτός ήταν ευλαβής μεν
εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είχε κρυφή υπερηφάνεια. Ήταν αγωνιστής και
τυπικός σε όλα.
Μόλις λοιπόν άρχισε να διαβάζει τους εξορκισμούς, άρχισε το δαιμόνιο να
φωνάζει: “Καίγομαι! Πού με διώχνεις, άσπλαχνε!”, οπότε νόμιζε ότι
καίγεται από τον δικό του εξορκισμό – ενώ ο δαίμονας ζοριζόταν, γιατί
προσεύχονταν και οι άλλοι πατέρες –, και απάντησε στον δαίμονα: “Να
έρθεις σ’ εμένα!”. Το είχε πει αυτό ο Άγιος Παρθένιος σε ένα δαιμόνιο,
αλλά εκείνος ήταν άγιος.
Μια φορά δηλαδή που ένα δαιμόνιο φώναζε: “Καίγομαι, καίγομαι! Πού να
πάω;”, ο Άγιος τού είπε: “Έλα σ’ εμένα!”. Τότε το δαιμόνιο είπε στον
Άγιο: “Και μόνον το όνομά σου με καίει, Παρθένιε!”, και έφυγε από τον
δαιμονισμένο που ταλαιπωρούσε.