Είπε ο γέροντας. Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας μου ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του;
Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά πνευματικό τω τρόπω ότι με φώναξε ο
Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά της Μονής γιατί ήρθε ο Μέγας
Αρχιερέας.
Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού που είναι πάνω από την είσοδο
της μονής κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση.
Μέσα γινόταν ανάκριση, εξέταση.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο και τι να δω!....... ο
Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με το κεφάλι κατεβασμένο και
τα χέρια σταυρωμένα με πολύ φόβο και ευλάβεια.
Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου.
Ο θρόνος ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο.
Το πρόσωπο του έλαμπε.