Θά
σας πω ένα πράγμα προς δόξαν Χριστού. Θυμάμαι μιά χρονιά, Κυριακή των
Βαΐων, βρισκόμουν στήν εκκλησία καί γονάτισα στο σκαμνάκι καί, καθώς
έλεγα τήν «ευχή» βλέπω στήν Ιερά Πρόθεσι ένα κόκκινο ύφασμα, κόκκινο της
φωτιάς. Δέν μπορώ νά σας τό περιγράφω, όπως είναι το βελούδο.
Ηταν
καί ένα Αγιο Ποτήριο, πού το σχήμα του γύρω-γύρω κατέληγε σε «γλώσσες»-
σέ κάθε μία υπήρχε αναπαράστασι από τά Πάθη του Χριστού μέχρι καί την
Ανάστασι. Υψωσα τό κεφάλι μου νά δώ μέσα στο Αγιο Ποτήριο καί είδα τόση
λάμψι καί τέτοιο φώς, πού γιά μιά στιγμή έχασα το φως μου καί είπα: «Ά
πά, πά! Δέν βλέπω!». Όταν συνήλθα καί επανήλθε το φως στά μάτια μου,
πληροφορήθηκα στή διάνοιά μου ότι αυτό ήταν τό άκτιστο φώς. Μου ήρθε μία
χαρά, ένα μεγαλείο, μία αγαλλίασι, πού εκείνη η δεσποτική μέρα έμεινε
αξέχαστη στην ψυχή μου.
Θά
σας πω ένα πράγμα προς δόξαν Χριστού. Θυμάμαι μιά χρονιά, Κυριακή των
Βαΐων, βρισκόμουν στήν εκκλησία καί γονάτισα στο σκαμνάκι καί, καθώς
έλεγα τήν «ευχή» βλέπω στήν Ιερά Πρόθεσι ένα κόκκινο ύφασμα, κόκκινο της
φωτιάς. Δέν μπορώ νά σας τό περιγράφω, όπως είναι το βελούδο.
Ηταν
καί ένα Αγιο Ποτήριο, πού το σχήμα του γύρω-γύρω κατέληγε σε «γλώσσες»-
σέ κάθε μία υπήρχε αναπαράστασι από τά Πάθη του Χριστού μέχρι καί την
Ανάστασι. Υψωσα τό κεφάλι μου νά δώ μέσα στο Αγιο Ποτήριο καί είδα τόση
λάμψι καί τέτοιο φώς, πού γιά μιά στιγμή έχασα το φως μου καί είπα: «Ά
πά, πά! Δέν βλέπω!». Όταν συνήλθα καί επανήλθε το φως στά μάτια μου,
πληροφορήθηκα στή διάνοιά μου ότι αυτό ήταν τό άκτιστο φώς. Μου ήρθε μία
χαρά, ένα μεγαλείο, μία αγαλλίασι, πού εκείνη η δεσποτική μέρα έμεινε
αξέχαστη στην ψυχή μου.