Στο
Κίεβο ζούσε τότε ένας πλούσιος ζωέμπορας ο Ά. Ντώφ. Η σύζυγός του ήταν
ευλαβής καί μέ φόβο Θεού. Αλλά εκείνος ήταν ένας αγροίκος, σκληρός καί
ολιγόπιστος άνθρωπος. Η γυναίκα του δέν έλειπε από τήν εκκλησιά καί τά
Μοναστήρια, καθώς τής άρεσε νά δίνη ελεημοσύνη, νά βοηθάη τούς φτωχούς
καί περιπλανώμενους προσκυνητές καί ευλαβείτο πολύ
τούς
ασκητές. Ηταν εξ ολοκλήρου αφοσιωμένη στον Στάρετς Θεόφιλο καί συχνά
τόν προσκαλούσε στό σπίτι της. Ο σύζυγός της από τήν άλλη μεριά, ήταν
σκληρόκαρδος καί άσωτος καί δέν ανεχόταν τήν παρουσία του Στάρετς στό
σπίτι του. Συνέχεια ονείδιζε την γυναίκα του γιατί τόν προσκαλούσε:
«Δέ ντρέπεσαι νά χάνης την ώρα σου μ’ αυτόν τόν θρησκόληπτο τρελλό;» τήν ρωτούσε.
Ενα ωραίο πρωί, πού αυτός έλειπε από τό σπίτι, ο Στάρετς έφτασε εφοδιασμένος μέ κομμάτια κάρβουνο.
Αρχισε νά ζωγραφίζη μέ μηδενικά τήν ταπετσαρία, άλλα κατά δεκάδες καί άλλα κατά εκατοντάδες καί χιλιάδες.