Πραξ. 15,5 Ἐξανέστησαν δέ
τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων
πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς
παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.
Πραξ. 15,5 Εσηκώθηκαν όμως μερικοί, οι οποίοι προήρχοντο από την
τάξιν των Φαρισαίων αλλά είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και έλεγαν, ότι πρέπει
να περιτέμνουν τους εθνικούς, που δέχονται την νέαν πίστιν, και να τους
παραγγέλουν να τηρούν όλας τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου.
Πραξ. 15,6 Συνήχθησαν δὲ οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ
λόγου τούτου.
Πραξ. 15,6 Συνεκεντρώθησαν λοιπόν οι Απόστολοι και οι
πρεσβύτεροι, δια να ιδούν και συσκεφθούν επάνω εις αυτό το ζήτημα.
Πραξ. 15,7 Πολλῆς δὲ
συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς·
ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿
ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο
διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν
λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι.
Πραξ. 15,7 Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πετρος και
είπε εις αυτούς· “άνδρες αδελφοί, σεις γνωρίζετε ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο
Θεός εδιάλεξε μεταξύ των Αποστόλων εμέ, δια να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα
μου τα λόγια του Ευαγγελίου και να πιστεύσουν (Εννοώ τον Κορνήλιον και την
ομάδα του).
Πραξ. 15,8 καὶ ὁ
καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν,
Πραξ. 15,8 Και ο Θεός, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων,
έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών, ότι ημπορούν να πιστεύσουν και να σωθούν, διότι
μετέδωσε εις αυτούς τότε το Πνεύμα το Αγιον, όπως και εις ημάς.
Πραξ. 15,9 καὶ οὐδὲν
διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ
πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν.
Πραξ. 15,9 Και δεν έκαμε καμμίαν απολύτως διάκρισιν μεταξύ ημών,
που είμεθα περιτμημένοι και εκείνων, που ήσαν απερίτμητοι, καθαρίσας και
αγιάσας τας καρδίας αυτών με μόνην την πίστιν στον Χριστόν.
Πραξ. 15,10 νῦν οὖν τί
πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν
τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν
οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι;
Πραξ. 15,10 Τωρα λοιπόν, ύστερα από αυτό το ολοφάνερο γεγονός, διατί
προκαλείτε τον Θεόν να κάμη κάτι διαφορετικόν από ο,τι προηγουμένως είχε
πράξει, να επιβάλη δηλαδή ζυγόν στον τράχηλον των εθνικών Χριστιανών, τον
οποίον ζυγόν ούτε οι πατέρες μας ούτε ημείς ημπορέσαμεν να βαστάσωμεν;
Πραξ. 15,11 ἀλλὰ διὰ
τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι
καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.
Πραξ. 15,11 Αλλά πιστεύομεν ότι και ημείς οι Ιουδαίοι θα σωθώμεν
όχι με τας τυπικάς διατάξστου Νομου, αλλά με την χάριν του Θεού, όπως και
εκείνοι”.
Πραξ. 15,12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν
τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων
ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν
τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.
Πραξ. 15,12 Εμεινε δε άφωνον όλο εκείνο το πλήθος των πιστών και
ήκουον με προσοχήν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον, οι οποίοι διηγούντο όσα
καταπληκτικά θαύματα και σημεία, εις επικύρωσιν του κηρύγματος, έκαμε ο Θεός
δια μέσου αυτών στους εθνικούς.
Ιω. 10,17 διὰ τοῦτο ὁ
πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν
μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν.
Ιω. 10,17 Δια τούτο ο Πατήρ μου με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω
την ζωήν μου προς χάριν των προβάτων, δια να την πάρω και πάλιν με την
ανάστασίν μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχιερεύς.
Ιω. 10,18 οὐδεὶς αἴρει
αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ
τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν
ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν
λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον
παρὰ τοῦ πατρός μου.
Ιω. 10,18 Κανείς δεν έχει την δύναμιν να μου αφαιρέση την
ζωήν. Αλλά εγώ από τον ευατόν μου και την θέλησίν μου θυσιάζω αυτήν. Εχω
εξουσίαν να δώσω την ζωήν μου, και έχω εξουσίαν να την πάρω πάλιν. Αυτήν την
εντολήν και την εξουσίαν έχω λάβει και ως άνθρωπος από τον Πατέρα μου”.
Ιω. 10,19 Σχίσμα οὖν πάλιν
ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους
τούτους.
Ιω. 10,19 Υστερα, λοιπόν, από τους λόγους αυτούς του Κυρίου
έγινεν αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ των Ιουδαίων.
Ιω. 10,20 ἔλεγον δὲ
πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει καὶ
μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε;
Ιω. 10,20 Πολλοί από αυτούς έλεγαν· “έχει δαιμόνιον, ένεκα
του οποίου είναι εκτός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;”
Ιω. 10,21 ἄλλοι ἔλεγον·
ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ
δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν;
Ιω. 10,21 Αλλοι έλεγον· “αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια
δαιμονιζομένου. Επειτα ημείς τον βλέπομεν να κάνη και θαύματα· μήπως το δαιμόνιον
ημπορεί να ανοίγη μάτια τυφλών;”
Ιω. 10,22 Ἐγένετο δὲ
τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν
ἦν·
Ιω. 10,22 Εγινε δε αργότερα εις τα Ιεροσόλυμα η εορτή των
εγκαινίων και ήτο χειμών, δηλαδή περί τα μέσα Δεκεμβρίου.
Ιω. 10,23 καὶ περιεπάτει ὁ
Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ
τοῦ Σολομῶντος.
Ιω. 10,23 Και περιπατούσε ο Ιησούς μέσα εις την αυλήν του
Σολομώντος.
Ιω. 10,24 ἐκύκλωσαν οὖν
αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ·
ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ
εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παῤῥησίᾳ.
Ιω. 10,24 Τον περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και έλεγαν
εις αυτόν· “έως πότε θα κρατής την ψυχήν μας μετέωρον; Εως πότε θα μας κρατής
εις απορίαν και αγωνίαν; Εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός που περιμένομεν, πες
μας το καθαρά και φανερά”.
Ιω. 10,25 ἀπεκρίθη αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ
πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν
τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ
ἐμοῦ·
Ιω. 10,25 Απήντησε εις αυτούς ο Χριστός· “σας το είπα και
δεν πιστεύετε. Αλλά και τίποτε αν δεν σας είχα πη, τα έργα, τα οποία εγώ κάνω
εν ονόματι του Πατρός μου, αυτά μαρτυρούν δι' εμέ και αποδεικνύουν ότι είμαι ο
Χριστός.
Ιω. 10,26 ἀλλ᾿ ὑμεῖς
οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν
ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν.
Ιω. 10,26 Αλλά σεις δεν πιστεύετε ούτε εις τα λόγια μου ούτε
εις τα έργα μου. Και τούτο, διότι λόγω της κακής σας διαθέσεως και της
αμαρτωλής καταστάσεώς σας, δεν ανήκετε εις τα πρόβατά μου όπως σας είχα πη.
Ιω. 10,27 τὰ πρόβατα τὰ
ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ
γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι,
Ιω. 10,27 Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με
υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν.
Ιω. 10,28 κἀγὼ ζωὴν
αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται
εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ
ἐκ τῆς χειρός μου.
Ιω. 10,28 Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την
αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια
μου.