Μάς έστειλε ό Γέροντας Ιωσήφ, ό παππούς, νά βρούμε τον π. Ιερώνυμο. Που
νά τον βρούμε τώρα εμείς τον π. Ιερώνυμο; Ξεκινήσαμε και πάμε- μπήκαμε
μέσα στο πλοίο και ρωτήσαμε μία γυναίκα εκεί πέρα: «Μήπως ξέρετε τον π.
Ιερώνυμο πού έχει μία Γερόντισσα, πού τήν λένε Ευπραξία;». Μάς είπε:
«Τον δεύτερο άγιο Νεκτάριο ζητάτε; Δεν φιλοξενεί αυτός, νά πάτε στο
Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο, εκεί νά κοιμηθήτε και τό πρωί νά ερωτήσετε
τίς μοναχές, νά σάς οδηγήσουν από πού θά πάτε». Εμείς ξεκινήσαμε,
όπως μάς είπε η γυναίκα, πήραμε τό αυτοκίνητο καί πήγαμε στον άγιο
Νεκτάριο. Καθήσαμε τό βράδυ εκεί. Τό πρωί σηκωθήκαμε καί ρωτήσαμε μία
μοναχούλα: «Μήπως ξέρετε τό Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου πού είναι;».
«Είναι πολύ μακριά, θά κοπιάσετε πολύ, δέν θά μπορέσετε νά τό βρήτε», μάς είπε.
Ό Γέροντας Ιερώνυμος είπε τό πρωί εκείνο στήν Γερόντισσα Ευπραξία:
-Σήμερα θά πάς στο Μοναστήρι, στον άγιο Νεκτάριο, νά ανάψης τά καντήλια.
-Καλέ Γέροντα (είχε βγάλει ανεμοπύρωμα στο πρόσωπο της) πού θά πάω, δέν μπορώ, μέ πονάει τό πρόσωπό μου, πού νά πάω;
-Κάμνε υπακοή, κάμνε υπακοή καί πήγαινε στόν άγιο Νεκτάριο, νά ανάψης τά καντήλια.