…..Γέροντα, το άκτιστο φως το βλέπει κανείς με τα αισθητά μάτια;
– Αν αφήσετε τις μικρότητες, θα σάς πώ.
– Γέροντα, μέχρι να απαλλαγούμε από τις μικρότητες, εσείς θα φύγετε… Κάντε το σαν πνευματική ελεημοσύνη!
–
Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα, αφού
έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι, ήπια ένα τσάι και συνέχισα.Έκανα το
Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς με κομποσχοίνι, και ύστερα έλεγα την
ευχή. Όσο την έλεγα, τόσο έφευγε η κούραση και αισθανόμουν ξεκούραστος.
Ένιωθα μέσα μου μια χαρά, που δεν μου έκανε καρδιά να κοιμηθώ· έλεγα
συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελλί με
ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε. Κατάλαβα
όμως ότι και τα μάτια μου «δυνάμωσαν», για να μπορώ να αντέξω αυτήν την
λάμψη.
Όσο
ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φώς, ήμουν σ’ έναν
άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση, και το
σώμα μου ανάλαφρο· είχε χαθή το βάρος του σώματος.