Φιλιπ. 2,5 τοῦτο γὰρ
φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
Φιλιπ. 2,5 Διότι πρέπει στούτον να μιμηθήτε τον Κυριον· να
καλλιεργήσετε δηλαδή το φρόνημα της ταπεινοφροσύνης απέναντι των άλλων και της
αγάπης προς τους άλλους, το οποίον υπήρχε και στον Ιησούν Χριστόν.
Φιλιπ. 2,6 ὃς ἐν μορφῇ
Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ
εἶναι ἴσα Θεῷ,
Φιλιπ. 2,6 Ο Χριστός δηλαδή καίτοι είχε την αυτήν ουσίαν και τα
αυτά άπειρα ιδιώματα με τον Θεόν και ως ζωντανή, αυτουσία και απαράλλακτος
εικών του Θεού υπήρχε εν μορφή Θεού, δεν εθεώρησε, ότι έχει εξ αρπαγής το να
είναι ίσος με τον Θεόν. (Δι' αυτό δε και δεν εφοβήθη να αποθέση κατά
συγκατάβασιν και οικονομίαν δι' ημάς την δόξαν της θεότητός του),
Φιλιπ. 2,7 ἀλλ᾿ ἑαυτὸν
ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων
γενόμενος,
Φιλιπ. 2,7 αλλά άδειασε, τρόπον τινά, τον εαυτόν του και
εμίκρυνε μόνος του την άπειρον δόξαν της θεότητός του προσκαίρως και έλαβε
μορφήν δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.
Φιλιπ. 2,8 καὶ σχήματι εὑρεθεὶς
ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Φιλιπ. 2,8 Και ευρέθη έτσι κατά το σχήμα και την εμφάνισιν σαν
απλούς άνθρωπος, ενώ δεν έπαυσε ούτε επί στιγμήν να είναι και τέλειος Θεός, και
εταπείνωσε τον ευατόν του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου
σταυρικού, του πλέον φρικτού και ταπεινωτικού.
Φιλιπ. 2,9 διὸ καὶ ὁ
Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ
ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα,
Φιλιπ. 2,9 Δι' αυτήν του δε την ταπείνωσιν και υπακοήν τον
ύψωσε και τον εδόξασε με το παραπάνω ο Θεός και ως άνθρωπον και του εχάρισε το
όνομα Κυριος, που είναι ανώτερον από κάθε άλλο όνομα του ουρανού και της γης.
Φιλιπ. 2,10 ἵνα ἐν τῷ
ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ
ἐπιγείων καὶ καταχθονίων,
Φιλιπ. 2,10 Και τον υπερύψωσε, δια να καμφθή στο όνομα του Ιησού
κάθε γόνατον με ευλάβειαν και σεβασμόν και να προσκυνήσουν τον Ιησούν οι
επουράνιοι άγγελοι και οι επίγειοι άνθρωποι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα,
που είναι εις τα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβον και τρόμον ενώπιον της
θείας του δυνάμεως και δόξης.
Φιλιπ. 2,11 καὶ πᾶσα γλῶσσα
ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς
δόξαν Θεοῦ πατρός.
Φιλιπ. 2,11 Και έτσι κάθε γλώσσα να διαλαλήση με όλην της την
δύναμιν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κυριος του ουρανού και της γης· και η
διακήρυξις αυτή θα γίνεται εις δόξαν του Θεού και Πατρός (ο οποίος έτσι
εσχεδίασε την σωτηρίαν των ανθρώπων και την δόξαν του ενανθρωπήσαντος Υιού
του).
Λουκ.
10,38 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν
εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν
εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Λουκ. 10,38 Καθώς δε ο Κυριος με τους μαθητάς του επήγαιναν προς
την Ιερουσαλήμ, εμπήκε ο Ιησούς εις ένα χωριό. Καποια δε γυναίκα, ονόματι
Μαρθα, τον υπεδέχθη στο σπίτι της.
Λουκ.
10,39 καὶ τῇδε ἦν
ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ
τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ.
Λουκ. 10,39 Είχε δε αυτή και αδελφήν, ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθισε
κοντά εις τα πόδια του Ιησού και ήκουε την διδασκαλίαν του.
Λουκ.
10,40 ἡ δὲ Μάρθα
περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ
εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου
μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα
μοι συναντιλάβηται.
Λουκ. 10,40 Η δε Μαρθα, από την μεγάλην της επιθυμίαν και προθυμίαν
να περιποιηθή αξίως τον διδάσκαλον, απερροφάτο από τας πολλάς ασχολίας. Εις
κάποιαν στιγμήν εστάθη κοντά στον Ιησούν και είπε· “Κυριε, δεν σε μέλει που η
αδελφή μου με αφήκε μονήν να ετοιμάσω τα του φαγητού δια σε και τους μαθητάς
σου; Πες της λοιπόν να με βοηθήση”.
Λουκ.
10,41 ἀποκριθεὶς δὲ
εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα,
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·
Λουκ. 10,41 Απήντησε δε ο Ιησούς και είπε· “Μαρθα, Μαρθα,
εφορτώθηκες πολλές φροντίδες, ταλαιπωρείσαι και κουράζεσαι δια να ετοιμάσης
πολλά.
Λουκ.
10,42 ἑνὸς δέ ἐστι
χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο,
ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
Λουκ. 10,42 Ενα όμως είναι το χρησιμώτερον και απαραίτητον, η
πνευματική τροφή, την οποίαν προσφέρω εγώ. Η δε Μαρία εδιάλεξε την καλήν
μερίδα, την πνευματικήν, η οποία και δεν θα της αφαιρεθή ποτέ από κανένα. Διότι
αι ωφέλειαι από την πνευματικήν τροφήν είναι αιώνιαι και αναφαίρετοι”.
Λουκ.
11,27 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν
ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ
κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας.
Λουκ. 11,27 Ενώ δε έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος
ενθουσιασμένη από την διδασκαλίαν του, έβγαλε φωνήν μεγάλην και είπε· “μακαρία
η κοιλία που σε εβάσταξε και οι μαστοί, τους οποίους εθήλασες. Μακαρία η
μητέρα, που σε εγέννησε και σε έθρεψε”.
Λουκ.
11,28 αὐτὸς δὲ εἶπε·
μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ
καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Λουκ. 11,28 Και αυτός είπε· “βεβαίως μακαρία είναι η μητέρα μου,
αλλά επίσης μακάριοι είναι όλοι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού και τον
φυλάσσουν”.