Ο
γέροντας Λάζαρος Διονυσιάτης († 1974), μεταξύ πολλών άλλων διηγήσεων,
κατέγραψε και την ακόλουθη που του διηγήθηκε ο συμμοναστής του γέροντας
Βησσαρίων († 1952), η οποία συνέβη όταν αυτός ήταν οικονόμος στο Μετόχι
της Μονής Διονυσίου στα Μαριανά Χαλκιδικής.
«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι με διόρισε Οικονόμο στα 1916 και όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Είχα όμως λύπη μεγάλη στην ψυχή μου, που δεν μπορούσα να πάω τις καλές ημέρες (εννοούσε τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές) στον Πολύγυρο ν’ ακούσω τη Θεία Λειτουργία. Φοβόμουν να φύγω τέτοιες ημέρες, γιατί τότε γίνονται οι κλοπές.
Αφού πέρασαν τα Θεοφάνεια και μπήκε ο Φεβρουάριος, μια βραδιά, καθώς άλεθα στον μύλο τα Πολυγυρινά αλέσματα, ώρα μία τη νύχτα, (1) ανέβηκα επάνω στο κελλαρίκι. Πηγαίνω στο μαγειρείο, όπου τα ξύλα ήταν ντούνα στη γωνιά. Ξαφνικά βλέπω έναν γέροντα ασπρογένη. Καθόταν στη φωτιά και ζεσταινόταν. Απόρησα μόλις τον είδα και έλεγα με τον νου μου, μα πότε ήρθε αυτός ο γέροντας και πώς δεν τον είδα εγώ;
Όμως τον χαιρέτησα με καλή καρδιά.
– Καλώς το γεροντάκι! Από πού είσαι του λόγου σου;
– Από εδώ κοντά είμαι και εγώ.
– Δεν βρήκες κανένα καλόγερο εδώ; (Εννοούσε κάποιον εργάτη λαϊκό Δημοσθένη).
– Όχι, μου λέει, καλόγερο εδώ άλλον δεν βρήκα.
Αρχίσαμε τις συνομιλίες, κι έπειτα με ρωτά ο γέροντας:
«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι με διόρισε Οικονόμο στα 1916 και όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Είχα όμως λύπη μεγάλη στην ψυχή μου, που δεν μπορούσα να πάω τις καλές ημέρες (εννοούσε τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές) στον Πολύγυρο ν’ ακούσω τη Θεία Λειτουργία. Φοβόμουν να φύγω τέτοιες ημέρες, γιατί τότε γίνονται οι κλοπές.
Αφού πέρασαν τα Θεοφάνεια και μπήκε ο Φεβρουάριος, μια βραδιά, καθώς άλεθα στον μύλο τα Πολυγυρινά αλέσματα, ώρα μία τη νύχτα, (1) ανέβηκα επάνω στο κελλαρίκι. Πηγαίνω στο μαγειρείο, όπου τα ξύλα ήταν ντούνα στη γωνιά. Ξαφνικά βλέπω έναν γέροντα ασπρογένη. Καθόταν στη φωτιά και ζεσταινόταν. Απόρησα μόλις τον είδα και έλεγα με τον νου μου, μα πότε ήρθε αυτός ο γέροντας και πώς δεν τον είδα εγώ;
Όμως τον χαιρέτησα με καλή καρδιά.
– Καλώς το γεροντάκι! Από πού είσαι του λόγου σου;
– Από εδώ κοντά είμαι και εγώ.
– Δεν βρήκες κανένα καλόγερο εδώ; (Εννοούσε κάποιον εργάτη λαϊκό Δημοσθένη).
– Όχι, μου λέει, καλόγερο εδώ άλλον δεν βρήκα.
Αρχίσαμε τις συνομιλίες, κι έπειτα με ρωτά ο γέροντας:
http://hristospanagia3.blogspot.gr/