Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα τῆς Μ.Τρίτης 11 Ἀπριλίου


  Ἐξ. β΄5- 10 
Εξ. 2,5               κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς παρεπορεύοντο παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν.
Εξ. 2,5                       Κατά την ώραν εκείνην κατέβη από τα ανάκτορά της η θυγάτηρ του Φαραώ, δια να λουσθή στον ποταμόν. Οταν μαζή με τας θεραπαινίδας της, που την ακολουθούσαν, έφθασαν στον ποταμόν, εβάδιζαν παρά την όχθην του. Η θυγάτηρ του Φαραώ είδε το καλάθι στο έλος, απέστειλε μίαν υπηρέτριάν της και το επήρε.
Εξ. 2,6               ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων τῶν Ἑβραίων τοῦτο.
Εξ. 2,6                       Οταν το άνοιξε, είδε μέσα στο καλάθι ένα παιδί να κλαίη. Το ελυπήθη η θυγάτηρ του Φαραώ και είπε· “αυτό ασφαλώς είναι από τα παιδιά των Εβραίων”.
Εξ. 2,7               καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν Ἑβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον;
Εξ. 2,7                       Η κρυμμένη αδελφή του βρέφους παρουσιάσθη τότε εις την θυγατέρα του Φαραώ και την ηρώτησε· “θέλεις να σου φωνάξω μια γυναίκα από τας Εβραίας, τροφόν δια να θηλάση προς λογαριασμόν σου το παιδί αυτό;”
Εξ. 2,8               ἡ δὲ εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ἐλθοῦσα δὲ ἡ νεᾶνις ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου.
Εξ. 2,8                       Η θυγάτηρ του Φαραώ απήντησε· “ναι πήγαινε κάλεσέ την”. Ηλθεν η νεάνις και εκάλεσε την μητέρα του παιδιού.
Εξ. 2,9               εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι τὸ παιδίον τοῦτο καὶ θήλασόν μοι αὐτό, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν μισθόν. ἔλαβε δὲ ἡ γυνὴ τὸ παιδίον καὶ ἐθήλαζεν αὐτό.
Εξ. 2,9                       Η θυγάτηρ του Φαραώ είπε· “ανάλαβε την συντήρησιν αυτού του παιδιού, θήλασέ μου το και εγώ θα σου δώσω την αμοιβήν σου”. Επήρε η γυναίκα το παιδί και το εθήλαζε.
Εξ. 2,10             ἀδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην.
Εξ. 2,10                     Οταν το παιδί εμεγάλωσε, το ωδήγησεν η μητέρα του προς την θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη δε το επήρε ως υιόν της, το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωϋσήν, λέγουσα ότι “του δίνω αυτό το όνομα, διότι το έβγαλα από το νερό· είναι υδατόσωστος”.

Ἰεζ. α΄21- 28
Ιεζ. 1,21            ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ἐπορεύοντο, καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ εἱστήκεισαν καὶ ἐν τῷ ἐξαίρειν αὐτὰ ἀπὸ τῆς γῆς ἐξῄροντο σὺν αὐτοῖς, ὅτι πνεῦμα ζωῆς ἦν ἐν τοῖς τροχοῖς.
Ιεζ. 1,21                     Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα επορεύοντο εις την γην, μαζή των επορεύοντο και οι τροχοί. Οταν αυτά ίσταντο, εσταματούσαν και εκείνοι. Οταν αυτά επετούσαν και ανέβαιναν επάνω από την γην, ανέβαιναν μαζή με αυτά και οι τροχοί, διότι υπήρχε πνεύμα ζωής στους τροχούς.
Ιεζ. 1,22            καὶ ὁμοίωμα ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτοῖς τῶν ζῴων ὡσεὶ στερέωμα ὡς ὅρασις κρυστάλλου ἐκτεταμένον ἐπὶ τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐπάνωθεν·
Ιεζ. 1,22                    Επάνω δε από την κεφαλήν των υπερφυσικών και παραδόξων αυτών ζώντων όντων, υπήρχε κάτι, που ωμοίαζε με το στερέωμα του ουρανού. Κατι διαφανές και λάμπον ωσάν κρύσταλλον, το οποίον ηπλώνετο επάνω από τας πτέρυγάς των.
Ιεζ. 1,23            καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ στερεώματος αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐκτεταμέναι, πτερυσσόμεναι ἑτέρα τῇ ἑτέρᾳ, ἑκάστῳ δύο συνεζευγμέναι ἐπικαλύπτουσαι τὰ σώματα αὐτῶν.
Ιεζ. 1,23                     Ετσι δε κάτω από το ουράνιον αυτό στερέωμα υπήρχον απλωμέναι αι δύο πτέρυγες των ζώντων αυτών όντων, αι οποίαι ήγγιζον η μία την άλλην. Αι δε δύο άλλαι πτέρυγες ήσαν αναδιπλωμέναι και εκάλυπτον τα σώματα αυτών.
Ιεζ. 1,24            καὶ ἤκουον τὴν φωνὴν τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ὡς φωνὴν ὕδατος πολλοῦ· καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ κατέπαυον αἱ πτέρυγες αὐτῶν.
Ιεζ. 1,24                    Καθώς δε εκείνα επορεύοντο, ήκουα την βοήν των πτερύγων των ωσάν ύδατα καταρράκτου, που πίπτουν μετά πατάγου. Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα εσταματούσαν, έπαυε και η βοή των πτερύγων των.
Ιεζ. 1,25            καὶ ἰδοὺ φωνὴ ὑπεράνωθεν τοῦ στερεώματος τοῦ ὄντος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν.
Ιεζ. 1,25                     Και ιδού, ηκούσθη φωνή, που προήρχετο από το στερέωμα, το επάνω από τας κεφαλάς των.
Ιεζ. 1,26            ὡς ὅρασις λίθου σαπφείρου ὁμοίωμα θρόνου ἐπ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τοῦ ὁμοιώματος τοῦ θρόνου ὁμοίωμα ὡς εἶδος ἀνθρώπου ἄνωθεν.
Ιεζ. 1,26                    Και επάνω στο ωσάν ουρανόν αυτό στερέωμα υπήρχε κάποιο πράγμα λαμπρόν, όπως ο σάπφειρος, εις σχήμα θρόνου και επάνω στο ομοίωμα αυτό του λαμπρού θρόνου εκάθητο κάποιος, που είχε μορφήν ανθρώπου.
Ιεζ. 1,27            καὶ εἶδον ὡς ὄψιν ἠλέκτρου ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἐπάνω, καὶ ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἕως κάτω εἶδον ὡς ὅρασιν πυρὸς καὶ τὸ φέγγος αὐτοῦ κύκλῳ.
Ιεζ. 1,27                     Και είδον και ιδού, η όψις αυτού, που εκάθητο επάνω στον θρόνον, από την μέσην και επάνω έλαμπεν ωσάν το ήλεκτρον και από την μέσην έως κάτω είχε την εμφάνισιν πυρός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα.
Ιεζ. 1,28            ὡς ὅρασις τόξου, ὅταν ᾖ ἐν τῇ νεφέλῃ ἐν ἡμέραις ὑετοῦ, οὕτως ἡ στάσις τοῦ φέγγους κυκλόθεν. αὕτη ἡ ὅρασις ὁμοιώματος δόξης Κυρίου· καὶ εἶδον καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἤκουσα φωνὴν λαλοῦντος.
Ιεζ. 1,28                    Οπως δε φαίνεται το ουράνιον τόξον εις τα νέφη κατά τας βροχεράς ημέρας, έτσι ήτο και η εμφάνισίς του φωτός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα. Αυτή ήτο η εμφάνισις του ομοιώματος της δόξης του Κυρίου. Είδα εγώ αυτά και κατεπλάγην, έπεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος και ήκουσα μίαν φωνήν, την φωνήν του Κυρίου, ο οποίος μου ωμιλούσε.

Ἰώβ α΄13- 22 

Ιωβ. 1,13           Καὶ ἦν ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, οἱ υἱοὶ Ἰὼβ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ ἔπινον οἶνον ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν τοῦ πρεσβυτέρου.
Ιωβ. 1,13                   Μιαν, λοιπόν, ημέραν τα παιδιά και αι θυγατέρες του Ιώβ έτρωγαν εις κοινόν συμπόσιον εν τη οικία του μεγαλυτέρου αδελφού των.
Ιωβ. 1,14           καὶ ἰδοὺ ἄγγελος ἦλθε πρὸς Ἰὼβ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἠροτρία, καὶ αἱ θήλειαι ὄνοι ἐβόσκοντο ἐχόμεναι αὐτῶν,
Ιωβ. 1,14                   Τοτε ένας αγγελιαφόρος ήλθεν στον Ιώβ και του είπε· “τα ζευγάρια των βοϊδιών σου αροτριούσαν και αι θήλειαι όνοι έβοσκαν αμέρινοι εκεί πλησίον των.
Ιωβ. 1,15           καὶ ἐλθόντες οἱ αἰχμαλωτεύοντες ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.
Ιωβ. 1,15                   Αίφνης επήλθον εναντίον αυτών λησταί και ήρπασαν τα βόϊδια και τας θηλυκάς όνους, αφού προηγουμένως έσφαξαν με τας μαχαίρας των τους δούλους σου. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθον εδώ, δια να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.
Ιωβ. 1,16           ἔτι τούτου λαλοῦντος, ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· πῦρ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέκαυσε τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας κατέφαγεν ὁμοίως· σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.
Ιωβ. 1,16                   Ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ήλθεν άλλος αγγελιαφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “φωτιά έπεσεν από τον ουρανόν και έκαυσεν εξ ολοκλήρου τα πρόβατα, κατέφαγε δε και τους βοσκούς η φωτιά αυτή. Εγώ μόνος διεσώθην από την καταστροφήν και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.
Ιωβ. 1,17           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἦλθεν ἕτερος ἄγγελος καὶ εἶπε πρὸς Ἰώβ· οἱ ἱππεῖς ἐποίησαν ἡμῖν κεφαλὰς τρεῖς καὶ ἐκύκλωσαν τὰς καμήλους καὶ ᾐχμαλώτευσαν αὐτὰς καὶ τοὺς παῖδας ἀπέκτειναν ἐν μαχαίραις· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.
Ιωβ. 1,17                   Εν ακόμη αυτός ωμιλούσε, και παρείχε τας θλιβεράς πληροφορίας, ήλθεν άλλος αγγελιοφόρος και είπε προς τον Ιώβ· “έφιπποι λησταί χωρισμένοι εις τρία τμήματα, ήλθαν εναντίον μας και περικύκλωσαν τας καμήλους και τας ήρπασαν. Τους δούλους σου, που εφύλασσαν αυτάς, εφόνευσάν με τας μαχαίρας των. Εγώ μόνος διέφυγα την σφαγήν και σωθείς ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.
Ιωβ. 1,18           ἔτι τούτου λαλοῦντος ἄλλος ἄγγελος ἔρχεται λέγων τῷ Ἰώβ· τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου ἐσθιόντων καὶ πινόντων παρὰ τῷ ἀδελφῷ αὐτῶν τῷ πρεσβυτέρῳ,
Ιωβ. 1,18                   Εν και αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχεται άλλος αγγελιαφόρος αναγγέλλων προς τον Ιώβ· “καθ' ον χρόνον οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου έτρωγαν και έπιναν εις την οικίαν του μεγαλυτέρου αυτών αδελφού,
Ιωβ. 1,19           ἐξαίφνης πνεῦμα μέγα ἐπῆλθεν ἐκ τῆς ἐρήμου καὶ ἥψατο τῶν τεσσάρων γωνιῶν τῆς οἰκίας, καὶ ἔπεσεν ἡ οἰκία ἐπὶ τὰ παιδία σου, καὶ ἐτελεύτησαν· ἐσώθην δὲ ἐγὼ μόνος καὶ ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι.
Ιωβ. 1,19                   αιφνιδίως ήλθε μέγας βίαιος άνεμος από την έρημον επέπεσεν ορμητικός εις τας τέσσαρας γωνίας της οικίας, η δε οικία εκρημνίσθη επάνω εις τα παιδιά σου και εκείνα ετάφησαν κάτω από τα ερείπια. Εγώ δε μόνος από τους υπηρέτας εσώθην και ήλθα να σου αναγγείλω το θλιβερόν γεγονός”.
Ιωβ. 1,20           Οὕτως ἀναστὰς Ἰὼβ ἔῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκείρατο τὴν κώμην τῆς κεφαλῆς καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·
Ιωβ. 1,20                  Τοτε ηγέρθη ο Ιώβ, έσχισε τα ενδύματα του, εκούρεψε τα μαλλιά της κεφαλής του, έπεσε κάτω στο έδαφος, προσεκύνησε τον Κυριον και είπε·
Ιωβ. 1,21           αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ιωβ. 1,21                   “Εγώ γυμνός εβγήκα από την κοιλίαν της μητρός μου, γυμνός θα απέλθω από τον κόσμον αυτόν στον τάφον. Ο Κυριος έδωκε τα δώρα του, ο Κυριος τα αφήήρεσεν. Οπως στον Κυριον εφάνη αρεστόν, έτσι και έγινεν. Ας είναι δοξασμένον το όνομα του Κυρίου στους αιώνας των αιώνων”.
Ιωβ. 1,22           Ἐν τούτοις πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ.
Ιωβ. 1,22                  Εις όλας αυτάς τας συμφοράς, που επήλθον εναντίον του Ιωβ, αυτός καθόλου δεν ημάρτησεν ενώπιον του Κυρίου. Δεν περιέπεσεν εις καμμίαν απερισκεψίαν εναντίον του Θεού.
Εὐαγγέλιο: ( Ματ. κδ΄36- κς΄2 ) 
Ματθ. 24,36       Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος.
Ματθ. 24,36            Ως προς δε την ημέραν εκείνην και την ώραν της δευτέρας παρουσίας και της μεγάλης κρίσεως κανείς δεν γνωρίζει τόποτε, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, ει μη μόνον ο Πατήρ.
Ματθ. 24,37       ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ματθ. 24,37            Οπως δε υπήρξαν αι ημέραι του Νώε, έτσι θα είναι και η παροσία του υιού του ανθρώπου.
Ματθ. 24,38       ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν,
Ματθ. 24,38            Διότι, όπως κατά τας ημέρας που προηγήθησαν από τον κατακλυσμόν οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν ασυλλόγιστοι, ενυμφεύοντο και υπάνδρευαν τα παιδιά των μέχρι της ημέρας, που εμπήκε Νώε εις την κιβωτόν,
Ματθ. 24,39       καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ματθ. 24,39            και δεν εκατάλαβαν, έως ότου ήλθε ο κατακλυσμός και τους παρέσυρε όλους, έτσι έξαφνα και απροσδόκητα θα γίνη και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.
Ματθ. 24,40       τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς ἀφίεται·
Ματθ. 24,40            Τοτε δύο θα είναι στον αγρόν, ο ένας, ο δίκαιος, παραλαμβάνεται από τους αγγέλους στον ουρανόν και ο άλλος αφίνεται, δια να τιμωρηθή.
Ματθ. 24,41       δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται.
Ματθ. 24,41             Δυο αλέθουν στον μύλον, η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφίνεται.
Ματθ. 24,42       γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται.
Ματθ. 24,42            Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι και προσεκτικοί και πάντοτε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζετε την ώρα κατά την οποίαν ο υιός του ανθρώπου έρχεται.
Ματθ. 24,43       Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ.
Ματθ. 24,43            Γνωρίζετε δε από την πείραν σας και τούτο· ότι δηλαδή, εάν ήξευρε ο οικοδεσπότης, ποίαν ώραν έρχεται ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφινε να διαρρήξουν το σπίτι του.
Ματθ. 24,44       διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
Ματθ. 24,44            Δια τούτο και σεις πρέπει να γίνεσθε πάντοτε έτοιμοι, διότι εις ώραν που δεν φαντάζεσθε έρχεται ο υιός του ανθρώπου.
Ματθ. 24,45       Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ;
Ματθ. 24,45            Ποιός τάχα είναι ο πιστός δούλος και συνετός, τον οποίον ο κύριός του εγκατέστησε με εξουσίαν να φροντίζη δια τους άλλους δούλους και να δίδη εις αυτούς την τροφήν των στον κατάλληλον καιρόν;
Ματθ. 24,46       μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως.
Ματθ. 24,46            Μακάριος θα είναι ο δούλος εκείνος, τον οποίον ο κύριος του, όταν έλθη, θα τον εύρη να πράττη έτσι, πιστά και φρόνιμα, με συναίσθησιν της ευθύνης του.
Ματθ. 24,47       ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν.
Ματθ. 24,47            Αληθινά σας λέγω, ότι θα τον εγκαταστήση διαχειριστήν και οικονόμον εις όλην του την περιουσίαν.
Ματθ. 24,48       ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν,
Ματθ. 24,48            Εάν όμως ο κακός εκείνος δούλος σκεφθή και είπη από μέσα του, αργεί να έλθη ο κύριός μου,
Ματθ. 24,49       καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων,
Ματθ. 24,49            και αρχίσει να δέρνη τους συνδούλους του και να τρώγη και να πίνη με τους μεθύσους,
Ματθ. 24,50       ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει,
Ματθ. 24,50            θα έλθη ο κύριος του δούλου εκείνου εις ημέραν που δεν περιμένει και εις ώραν που δεν γνωρίζει.
Ματθ. 24,51       καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ματθ. 24,51             Και θα τον σχίση εις τα δύο και θα τον βάλη μαζή με τους υποκριτάς· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων.
Ματθ. 25,1        Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.
Ματθ. 25,1               Τοτε η βασιλεία των ουρανών θα είναι ομοία με δέκα παρθένους, αι οποίαι επήραν τους λύχνους των και εβγήκαν εις προϋπάντησιν του νυμφίου, που θα ήρχετο κατά την νύκτα δια να παραλάβη την νύμφην.
Ματθ. 25,2        πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί.
Ματθ. 25,2               Πεντε από αυτάς ήσαν φρόνιμοι και αι πέντε μωραί,
Ματθ. 25,3        αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον·
Ματθ. 25,3               αι οποίαι μωραί, όταν επήραν μαζή των τους λύχνους, δεν επήραν και λάδι.
Ματθ. 25,4        αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν.
Ματθ. 25,4               Αι φρόνιμοι όμως μαζή με τους αναμμένους λύχνους των επήραν και λάδι εις ιδιαίτερα δοχεία.
Ματθ. 25,5        χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον.
Ματθ. 25,5               Επειδή όμως εβράδυνε ο γαμβρός, ενύσταξαν όλαι και εκοιμήθησαν.
Ματθ. 25,6        μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ.
Ματθ. 25,6               Κατά δε το μεσονύκτιον ηκούσθη μεγάλη φωνή· “ιδού ο νυμφίος έρχεται, βγήτε να τον υποδεχθήτε”.
Ματθ. 25,7        τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν.
Ματθ. 25,7               Τοτε εσηκώθησαν όλαι αι παρθένοι και ετακτοποίησαν τους λύχνους των.
Ματθ. 25,8        αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται.
Ματθ. 25,8               Αι δε μωραί είπαν εις τας φρονίμους· “δώστε μας από το λάδι σας, διότι οι λύχνοι μας σβήνουν”.
Ματθ. 25,9        ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς.
Ματθ. 25,9               Αι φρόνομοι όμως απήντησαν· “δεν ημπορούμεν να σας δώσωμεν, διότι φοβούμεθα, μήπως δεν φθάση για μας και για σας· πηγαίνετε καλύτερα εις αυτούς που πωλούν και αγοράστε δια λογαριασμόν σας”.
Ματθ. 25,10       ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.
Ματθ. 25,10             Οταν όμως αυταί επήγαιναν να αγοράσουν, ήλθε ο γαμβρός και αι παρθένοι που ήσαν έτοιμοι με τους λύχνους των, εισήλθαν μαζή του εις την αίθουσαν του γάμου και εκλείσθη η θύρα.
Ματθ. 25,11       ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν.
Ματθ. 25,11              Υστερα δε έρχονται και αι άλλαι παρθένοι και λέγουν· “Κυριε, Κυριε, άνοιξέ μας”.
Ματθ. 25,12       ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.
Ματθ. 25,12             Εκείνος όμως αποκριθείς είπε· “αληθινά σας λέγω δεν σας γνωρίζω”.
Ματθ. 25,13       γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.
Ματθ. 25,13             Λοιπόν να είσθε άγρυπνοι και έτοιμοι, όπως αι φρόνιμοι παρθένοι, διότι δεν γνωρίζετε την ημέρα ούτε την ώραν, κατά την οποίαν ο υιός του ανθρώπου, ο νυμφίος της Εκκλησίας, ο Κυριος και κριτής της οικουμένης, έρχεται. (Δεν γνωρίζεται την ημέραν ούτε την ώραν κατά την οποίαν δια του θανάτου θα φύγετε από τον κόσμον, δια να παρουσισθήτε με τα έργα σας ενώπιον του υιού του ανθρώπου).
Ματθ. 25,14       Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ,
Ματθ. 25,14             Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού.
Ματθ. 25,15       καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως.
Ματθ. 25,15             Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν.
Ματθ. 25,16       πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα.
Ματθ. 25,16             Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα.
Ματθ. 25,17       ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο.
Ματθ. 25,17             Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο.
Ματθ. 25,18       ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.
Ματθ. 25,18             Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του).
Ματθ. 25,19       μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον.
Ματθ. 25,19             Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν.
Ματθ. 25,20       καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.
Ματθ. 25,20            Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”.
Ματθ. 25,21       ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
Ματθ. 25,21             Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”.
Ματθ. 25,22       προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.
Ματθ. 25,22            Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”.
Ματθ. 25,23       ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
Ματθ. 25,23            Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”.
Ματθ. 25,24       προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας·
Ματθ. 25,24            Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες.
Ματθ. 25,25       καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν.
Ματθ. 25,25            Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”.
Ματθ. 25,26       ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα!
Ματθ. 25,26            Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα.
Ματθ. 25,27       ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.
Ματθ. 25,27            Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου.
Ματθ. 25,28       ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα.
Ματθ. 25,28            Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα.
Ματθ. 25,29       τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Ματθ. 25,29            Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη.
Ματθ. 25,30       καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ματθ. 25,30            Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”.
Ματθ. 25,31       Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
Ματθ. 25,31             Οταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίση στον θρόνον του, τον λαμπρόν και ένδοξον.
Ματθ. 25,32       καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων,
Ματθ. 25,32            Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια.
Ματθ. 25,33       καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
Ματθ. 25,33             Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά.
Ματθ. 25,34       τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
Ματθ. 25,34            Τοτε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· “ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος.
Ματθ. 25,35       ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με,
Ματθ. 25,35             Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας.
Ματθ. 25,36       γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.
Ματθ. 25,36            Ημουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε”.
Ματθ. 25,37       τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν;
Ματθ. 25,37             Τοτε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό;
Ματθ. 25,38       πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν;
Ματθ. 25,38            Ποτε δε σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν;
Ματθ. 25,39       πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε;
Ματθ. 25,39            Ποτε δε σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;”
Ματθ. 25,40       καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Ματθ. 25,40            Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· “Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ” (Ο Χριστός, ο βασιλεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώπου, τους πάσχοντας, τους πτωχούς και γυμνούς, αυτούς τους οποίους οι ματαιόδοξοι και υπερήφανοι περιφρονούν, τους θεωρεί αδελφούς του, τέκνα του ουρανίου Πατρός και τους περιβάλλει με όλην του την αγάπην. Δι'αυτό και κάθε βοήθειαν που τους προσφέρεται την θεωρεί ως προσφερομένην εις αυτόν τον ίδιον).
Ματθ. 25,41       τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
Ματθ. 25,41             Τοτε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· “φύγετε μακρυά από εμέ σεις οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του.
Ματθ. 25,42       ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με,
Ματθ. 25,42            Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε.
Ματθ. 25,43       ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με.
Ματθ. 25,43            Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε”.
Ματθ. 25,44       τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι;
Ματθ. 25,44            Τοτε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες, “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν;”
Ματθ. 25,45       τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Ματθ. 25,45            Τοτε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· “αλήθεια σας λέγω· εφ' όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε”.
Ματθ. 25,46       καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ματθ. 25,46            Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν. (Ετσι η δικαία κρίσις θα έχη γίνει, το δίκαιον θα αποδοθή και η ασάλευτος αποκατάστασις θα πραγματοποιηθή).  
Ματθ. 26,1        Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
Ματθ. 26,1               Και όταν ετελείωσε ο Ιησούς όλους αυτούς τους λόγους, είπε προς τους μαθητάς του·
Ματθ. 26,2        οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι.
Ματθ. 26,2              “γνωρίζετε ότι έπειτα από δύο ημέρας γίνεται η εορτή του πάσχα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή δια να σταυρωθή”.

ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ LORD JESUS CHRIST 3. ΑΡΧ. ΣΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

«Θεία Ψυχανάλυση». Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Κανὼν Ἱκετήριος εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν

Ὁ Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν τῆς Παναγίας

Παρακλητικός Κανών Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Παρακλητικός Κανών Οσίου Αρσενίου - Βατοπαίδι Χαλκιδικής