Ο μακάριος
περπατούσε κάποια ημέρα στήν όχθη του Δνείπερου πρός τήν Λαύρα. Ο υποτακτικός
του Παντελεήμων ήταν μαζί του.
Ήταν περίπου
δυό ώρες πριν σημάνουν οι καμπάνες της εκκλησίας.
Φτάνοντας στο
μέρος πού οι σπηλιές της Λαύρας δεσπόζουν στόν λόφο, ο Στάρετς είδε μιά βάρκα
δεμένη στήν όχθη καί είπε:
«Ξέρεις τί
σκέφτομαι Παντελεήμων;».
«Τί
Μπάτουσκα;».
«Νά περάσουμε
οί δυό μας στήν αντικρινή όχθη. Κανείς εκεί δέν προσεύχεται στόν Θεό, έτσι εμείς
θά προσευχηθούμε γιά τόν καθένα καί μετά θά διαβάσουμε τό 'Ιερό Ψαλτήρι»
«"Οπως
θέλεις Μπάτουσκα».
Έτσι, ήλθαν οι
δυό τους στήν όχθη κι ο μακάριος έλυσε την βάρκα, η οποία ήταν χωρίς κουπί καί
διέταξε τόν Παντελεήμονα νά καθήση μέσα σ’ αύτήν.
«Μά πώς θά
πάμε; ρώτησε μέ απορία ο υποτακτικός.