Τό θέμα
μας, ὅπως γνωρίζετε, εἶναι μία πρόταση
ἐρωτηματική «Ὑποταγμένοι στό κοσμικό
πνεῦμα;». Εἶναι ἔτσι μία προσπάθεια
νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά δοῦμε ἄν εἴμαστε
ἤ ὄχι.
Θά ἀρχίσω
μ’ ἕνα περιστατικό, ἐπειδή τά περιστατικά
λένε πολλά καί εἶναι καί εὐχάριστα.
Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή μιᾶς
γυναῖκας, ἡ ὁποία τώρα ζεῖ ἐν μετανοία.
«Πρίν χρόνια ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί
τούς δυό μου γονεῖς ἀπό καρκίνο. Ἔζησα
λοιπόν πολύ τό ἀντικαρκινικό νοσοκομεῖο
Ἅγιος Σάββας στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ὁ θάνατος
μπαινοβγαίνει στούς θαλάμους καί θερίζει
τόν κόσμο. Εἶδα πολλά τότε. Θυμᾶμαι
πρίν ἑπτά χρόνια, ὅταν νοσηλευόταν
ἐκεῖ ἡ μητέρα μου, κατά τό πρῶτο
διάστημα βρισκόταν σ’ ἕνα δωμάτιο μέ
τέσσερα κρεβάτια στήν παλαιά πτέρυγα.
Δίπλα τῆς ἔφεραν μία γυναίκα 45 ἐτῶν
περίπου, ἡ ὁποία ἦταν κίτρινη σάν τό
κερί καί σκελετωμένη, πραγματικό πτῶμα.
Ἔπασχε ἀπό καρκίνο στό ἥπαρ καί ἴσως
καί ἀλλοῦ καί φαινόταν ὅτι ἦταν στά
τελευταῖα της. Κοιμόταν σχεδόν συνέχεια
καί λίγο εἶχε τίς αἰσθήσεις της. Μιά
ἡμέρα, πού ἦρθε ἡ κόρη της νά τή δεῖ,
μοῦ ἔκανε τεράστια ἐντύπωση, ὅτι
ἔβγαλε ἀπό τήν τσάντα της βερνίκι
νυχιῶν καί ἄρχισε νά τῆς βάφει τά
νύχια...». Ἐνῶ ἦταν ἑτοιμοθάνατη!