Ιερομοναχος Ισαάκ (†)
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Ύστερα από την
θεία Λειτουργία με έστειλε ο Γέροντάς μου για μια εργασία. Ήμουν
εξαντλημένος από τη νηστεία και την προηγούμενη αγρυπνία, και μετά την
θεία Λειτουργία δεν έφαγα, γιατί δεν μου είπε ο Γέροντας.
»Έφθασα στων Ιβήρων και περίμενα το «μοτόρι» (καραβάκι). Ενώ θα ερχόταν
το μεσημέρι, έφθασε το βράδυ και ακόμα να φανή. Ήμουν τελείως
εξαντλημένος. Λέω να κάνω ένα κομποσχοίνι στην Παναγία κάτι να μου
οικονομήση. Αλλά μετά λέω στον εαυτό μου:
«Βρε χαμένε, για τέτοια μικροπράγματα θα ενοχλείς την
Παναγία;» Δεν πρόλαβα να τελειώσω και έρχεται ένας αδελφός από μέσα.
Μου δίνει ένα δεματάκι και λέει: «Να, αδελφέ, για την χάρι της Κυρίας
Θεοτόκου».
»Το άνοιξα. Είχε μέσα μισό ψωμάκι, σύκα και σταφύλια. Μόλις κρατήθηκα από τα κλάματα μέχρι να φύγη ο αδελφός».
Αυτό συνέβη στο κιόσκι της Ιβήρων. Και άλλοτε έλαβε αμεσώτερη πείρα της
θεομητορικής προνοίας στον Αρσανά του αυτού Μοναστηριού. Τα δύο γεγονότα
έχουν πολλές ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές. Και στην δεύτερη
περίπτωση ήταν άγρυπνος και νηστικός και περίμενε το «μοτόρι».
Διηγήθηκε ο Γέροντας: