Εβρ. 12,1 Τοιγαροῦν καὶ
ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν
νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον
ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν
ἀγῶνα,
Εβρ. 12,1 Δια τούτο, λοιπόν, και ημείς, αφού έχομεν ολόγυρά
μας τόσον μεγάλο νέφος αναριθμήτων αγίων, που εμαρτύρησαν και εμαρτυρήθησαν δια
την πίστιν των, ας πετάξωμεν μακρυά από επάνω μας κάθε βάρος από τας
καταθλιπτικάς μερίμνας του βίου και προπαντός την αμαρτίαν, η οποία από όλα τα
σημεία κατά τρόπον δελεαστικόν και προκλητικόν εύκολα μας περιβάλλει, και ας
τρέχωμεν με επιμονήν και υπομονήν τον αγώνα, που ευρίσκεται ενώπιον μας.
Εβρ. 12,2 ἀφορῶντες εἰς
τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν,
ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε
σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου
τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.
Εβρ. 12,2 Δια να αντλούμεν δε θάρρος και δύναμιν, ας έχωμεν
προσηλωμένα με πίστιν τα βλέμματά μας στον Χριστόν, τον αρχηγόν και ιδρυτήν της
πίστεώς μας, ο οποίος με την χάριν του μας χειραγωγεί στον δρόμον της
τελειότητος. Αυτός αντί της μακαριότητος, την οποίαν είχε πάντοτε εμπρός του ως
Θεός και αντί της χαράς την οποίαν εδικαιούτο να απολαμβάνη και ως άνθρωπος
αναμάρτητος ευαρεστήσας κατά πάντα στον Πατέρα, επροτίμησε και υπέμεινε τον
σταυρικόν θάνατον και κατεφρόνησε την εντροπήν και τον εξευτελισμόν προς χάριν
ημών. Και δια τούτο έχει καθίσει τώρα εις τα δεξιά του θρόνου του Θεού.
Εβρ. 12,3 ἀναλογίσασθε γὰρ
τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν
εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν, ἵνα μὴ κάμητε ταῖς
ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι.
Εβρ. 12,3 Σκεφθήτε, λοιπόν, εκείνον, ο οποίος από τους
αμαρτωλούς και μοχθηρούς βασανιστάς και σταυρωτάς του υπέμεινε τόσον μεγάλην
μαρτυρικήν οδύνην και εξουθένωσιν, δια να μη αποκάμετε και λιποψυχήσετε κσαι
παραλύσουν αποθαρρυμέναι αι ψυχαί σας.
Εβρ. 12,4 Οὕπω μέχρις αἵματος
ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι,
Εβρ. 12,4 Δεν αντισταθήκατε ακόμη αγωνιζόμενοι σκληρά
εναντίον της αμαρτίας, ώστε να χύσετε και αυτό το αίμα σας.
Εβρ. 12,5 καὶ ἐκλέλησθε
τῆς παρακλήσεως, ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς
διαλέγεται· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ
ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος.
Εβρ. 12,5 Και εν τούτοις εξεχάσατε την παρηγορίαν και
προτροπήν, την οποίαν μας κάμνει ο Θεός, όταν συνομιλή μαζή μας σαν προς παιδιά
του· “παιδί μου, μη αμελής και μη αδιαφορής δια την παιδαγωγίαν, που έστω και
δια μέσου θλίψεων, σου κάμνει ο Κυριος και μη παραλύης και αποθαρρύνεσαι, όταν
ελέγχεσαι από αυτόν.
Εβρ. 12,6 ὃν γὰρ ἀγαπᾷ
Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν
παραδέχεται.
Εβρ. 12,6 Διότι εκείνον που αγαπά ο Κυριος, τον παιδαγωγεί
και τον μορφώνει δια μέσου των θλίψεων· μαστιγώνει δε με ταλαιπωρίες κάθε υιόν,
τον οποίον δέχεται κοντά του ως ιδικόν του”.
Εβρ. 12,7 εἰ παιδείαν ὑπομένετε,
ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός· τίς
γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ;
Εβρ. 12,7 Εάν δείχνετε υπομονήν και δέχεσθε την παιδαγωγίαν
αυτήν του Κυρίου, ας έχετε υπ' όψιν σας, ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς σας,
σαν προς παιδιά του. Διότι, υπάρχει κανένας υιός, τον οποίον δεν παιδαγωγεί με
πολλούς τρόπους ο πατέρας;
Εβρ. 12,8 εἰ δὲ χωρίς
ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ
καὶ οὐχ υἱοί.
Εβρ. 12,8 Εάν όμως μένετε χωρίς αυτήν την παιδαγωγίαν, εις
την οποίαν έλαβαν μέρος και την εγεύθησαν όλα τα αληθινά παιδιά του Θεού, τότε
δεν είσθε γνήσια παιδιά του Θεού, αλλά νόθα.
Εβρ. 12,9 εἶτα τοὺς μὲν
τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς
καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα
τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν;
Εβρ. 12,9 Επειτα, ας σκεφθώμεν και τούτο· όταν ήμεθα μικροί
είχαμεν τους σαρκικούς πατέρας μας ως παιδαγωγούς, οι οποίοι και μας επέπλητταν
και μας ετιμωρούσαν και εδοκιμάζαμεν εντροπήν και συστολήν επέναντί των. Δεν
πρέπει, λοιπόν, ακόμη περισσότερον, να υποταχθώμεν στον Θεόν, τον δημιουργόν
και πατέρα όλων των πνευματικών υπάρξεων, και να κερδήσωμεν έτσι την αιωνίαν
ζωήν;
Εβρ. 12,10 οἱ μὲν γὰρ
πρὸς ὀλίγας ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς
ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς
τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ.
Εβρ. 12,10 Διότι οι μεν σαρκικοί γονείς μας επαιδαγωγούσαν, όπως
ενόμιζαν καλόν, δια να επιτύχωμεν κατά το ολιγοχρόνιον αυτό διάστημα της
επιγείου ζωής μας. Ο Θεός όμως μας παιδαγωγεί (σύμφωνα με την αγαθότητα και
σοφίαν αυτού κατά τον απολύτως ορθόν τρόπον) προς το συμφέρον μας, δια να
γίνωμεν μέτοχοι της αγιότητος και της δόξης αυτού.
Ματθ. 20,1 Ὁμοία γάρ ἐστιν
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ,
ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς
τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ.
Ματθ. 20,1 Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία
παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο
οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του.
Ματθ. 20,2 καὶ συμφωνήσας μετὰ
τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν
αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ.
Ματθ. 20,2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως
ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του.
Ματθ. 20,3 καὶ ἐξελθὼν
περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν
τῇ ἀγορᾷ ἀργούς,
Ματθ. 20,3 Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και
είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους
μισθώση κανείς.
Ματθ. 20,4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν·
ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα,
καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ
δὲ ἀπῆλθον.
Ματθ. 20,4 Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι
και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν.
Ματθ. 20,5 πάλιν ἐξελθὼν
περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως.
Ματθ. 20,5 Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο
απόγευμα και έκαμε το ίδιο.
Ματθ. 20,6 περὶ δὲ τὴν
ἑνδεκάτην ὥραν ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας
ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε
ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί;
Ματθ. 20,6 Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους
εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την
ημέραν άνεργοι;
Ματθ. 20,7 λέγουσιν αὐτῷ·
ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς·
ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα,
καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε.
Ματθ. 20,7 Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε.
Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα
πάρετε.
Ματθ. 20,8 ὀψίας δὲ
γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ
αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος
αὐτοῖς τὸν μισθόν, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων
ἕως τῶν πρώτων.
Ματθ. 20,8 Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον
διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από
τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους.
Ματθ. 20,9 καὶ ἐλθόντες οἱ
περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ
δηνάριον.
Ματθ. 20,9 Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε
το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον.
Ματθ. 20,10 ἐλθόντες δὲ οἱ
πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον
καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον.
Ματθ. 20,10 Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν
περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον.
Ματθ. 20,11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον
κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου
Ματθ. 20,11 Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι
εναντίον του οικοδεσπότου
Ματθ. 20,12 λέγοντες ὅτι οὗτοι
οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν
αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς
ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα.
Ματθ. 20,12 και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα
εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον
βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα.
Ματθ. 20,13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ
ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι;
Ματθ. 20,13 Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς·
Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον;
Ματθ. 20,14 ἆρον τὸ σὸν
καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ
δοῦναι ὡς καὶ σοί·
Ματθ. 20,14 Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε
εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε·
Ματθ. 20,15 ἢ οὐκ ἔξεστί
μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς; εἰ ὁ
ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι;
Ματθ. 20,15 η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την
ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ
είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία.
Ματθ. 20,16 Οὕτως ἔσονται
οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι·
πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Ματθ. 20,16 Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και
ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και
της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως
είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και
θερμόν ζήλον”.