Εβρ. 10,32 Ἀναμιμνήσκεσθε δὲ
τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν
ὑπεμείνατε παθημάτων,
Εβρ. 10,32 Να ενθυμήσθε δε τας προηγουμένας ημέρας της ζωής σας,
κατά τας οποίας είχατε κατηχηθή την αλήθειαν και είχατε φωτισθή με το Αγιον
Βαπτισμα και υπεμείνατε πολύ καρτερικά και ηρωϊκά τον αγώνα των παθημάτων και
των διωγμών.
Εβρ. 10,33 τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς
τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν
οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες.
Εβρ. 10,33 Αφ' ενός μεν με χλευασμούς, με ύβρεις και με θλίψεις
σαν διεπόμπευαν και σας εθεάτριζαν οι διώκται της πίστεώς μας, αφ' ετέρου δε
σεις με συμπάθειαν και στοργήν και με κάθε βοήθειαν συμμετείχατε εις τας
θλίψεις και τους διωγμούς εκείνων.
Εβρ. 10,34 καὶ γὰρ τοῖς
δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν
ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε,
γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν
οὐρανοῖς καὶ μένουσαν.
Εβρ. 10,34 Διότι και εις τα δεσμά, όταν ήμουν φυλακισμένος,
εδείξατε στοργήν και συμπάθειαν και την αρπαγήν των υπαρχόντων σας από τους
διώκτας την εδεχθήκατε όχι απλώς με υπομονήν, αλλά με χαράν, γνωρίζοντες, ότι
έχετε δια τον εαυτόν σας στους ουρανούς αιωνίαν και αναφαίρετον περιουσίαν,
ασυγκρίτως κασλυτέραν.
Εβρ. 10,35 Μὴ ἀποβάλητε
οὖν τὴν παῤῥησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει
μισθαποδοσίαν μεγάλην.
Εβρ. 10,35 Μη αποβάλετε, λοιπόν, και μη χάσετε την άφοβον και
θαρραλέαν πίστιν σας, η οποία έχει εκ μέρους του Θεού μεγάλον μισθόν ως
ανταπόδοσιν.
Εβρ. 10,36 ὑπομονῆς γὰρ
ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες
κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν.
Εβρ. 10,36 Διότι και σήμερον και μέχρι τέλους της ζωής σας έχετε
ανάγκην υπομονής, ώστε, αφού τηρήσετε το θέλημα του Θεού, να απολαύσετε την
αμοιβήν, που υπεσχέθη ο Θεός.
Εβρ. 10,37 ἔτι γὰρ μικρὸν
ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ
χρονιεῖ.
Εβρ. 10,37 Καλλιεργήστε και τονώστε την υπομονήν σας, “διότι
πολύ ολίγος χρόνος απομένει, και ο Κυριος, ο ερχόμενος δια να κρίνη ζώντας και
νεκρούς, θα έλθη πάλιν και δεν θα αργήση”.
Εβρ. 10,38 ὁ δὲ δίκαιος
ἐκ πίστεως ζήσεται· καὶ ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ
εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ.
Εβρ. 10,38 Καθώς λέγει ο Θεός “ο δίκαιος θα κερδήση την αιωνίαν
ζωήν δια την φωτισμένην και ενεργόν πίστιν του”. Και “εάν κανείς δειλιάση και
αποχωρήση από τον πνευματικόν αγώνα, μάθετε ότι δεν ευαρεστείται εις αυτόν η
ψυχή μου”.
Μαρκ. 2,14 Καὶ παράγων εἶδε
Λευΐν τὸν τοῦ Ἀλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ
τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι καὶ ἀναστὰς
ἠκολούθησεν αὐτῷ·
Μαρκ. 2,14 Καθώς δε επερνούσε είδε τον Λευΐν, τον υιόν του
Αλφαίου, να κάθεται στο μέρος όπου εισεπράττοντο οι φόροι και λέγει προς αυτόν·
“ακολούθησέ με ως μαθητής μου”. Και εκείνος εσηκώθηκε πράγματι και τον
ηκολούθησε.
Μαρκ. 2,15 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ
αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ
συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
ἦσαν γὰρ πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Μαρκ. 2,15 Και συνέβη, όταν εκάθητο εις την τράπεζαν του φαγητού
στο σπίτι του Λευϊ, πολλοί τελώναι και άλλοι αμαρτωλοί (όπως περιφρονητικώς
τους έλεγαν οι Φαρισαίοι) εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του.
Διότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που είχαν πληροφορηθή την πρόσκλησιν του Λευϊ και
ηκολούθησαν τον Ιησούν στο σπίτι.
Μαρκ. 2,16 καὶ οἱ
γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἰδόντες αὐτὸν
ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν
ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· τί ὅτι μετὰ
τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ
πίνει;
Μαρκ. 2,16 Οι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι, όταν είδαν αυτόν να
τρώγη μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητάς του· “πως
εξηγείται, ότι ο διδάσκαλός σας τρώγει και πίνει μαζή με τελώνας και
αμαρτωλούς;”
Μαρκ. 2,17 καὶ ἀκούσας ὁ
Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν
οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς
ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς
εἰς μετάνοιαν.
Μαρκ. 2,17 Και όταν ήκουσεν ο Ιησούς αυτούς τους λόγους είπε·
“δεν έχουν ανάγκην από ιατρόν οι υγιείς, αλλά οι ασθενείς· δεν ήλθα στον
κόσμον, δια να καλέσω εκείνους που φαντάζονται ότι είναι δίκαιοι, αλλά ήλθα να
καλέσω εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς”.