Πολλοὶ χριστιανοί, ἀγνοώντας τή μεγάλη ὠφέλεια τῆς νηστείας, τήν τηροῦν
μέ δυσφορία ἤ καί τήν ἀθετοῦν. Καί ὅμως, τή νηστεία πρέπει νά τή
δεχόμαστε μέ χαρά, ὄχι μέ βαρυγγώμια ἤ φόβο. Γιατί δέν εἶναι σ’ ἐμᾶς
φοβερή, ἀλλά στούς δαίμονες.
Φέρτε την μπροστά σ’ ἕναν δαιμονισμένο, καί θά παγώσει ἀπό τό φόβο, θά
μείνει ἀκίνητος σάν πέτρα, θά δεθεῖ μέ δεσμά ἀόρατα, ὅταν μάλιστα δεῖ νά
τή συνοδεύει ἡ ἀδελφή της καί ἀχώριστη συντρόφισσά της, ἡ προσευχή. Γι’
αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε: «Τό δαιμονικό γένος δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο ἔχει μπεῖ, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία» (Ματθ. 17:21)
Ἀφοῦ λοιπόν, ἡ νηστεία διώχνει μακριά τοὺς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας καί
εἶναι τόσο φοβερή στούς δυνάστες τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαπᾶμε καί
ὄχι νά τή φοβόμαστε. Ἄν κάτι πρέπει νά φοβόμαστε, αὐτό εἶναι ἡ
πολυφαγία, προπαντός ὅταν συνδυάζεται μέ τή μέθη. Γιατί αὐτή μᾶς δένει
πισθάγκωνα καί μᾶς σκλαβώνει στά τυραννικά πάθη, ἐνῶ ἡ νηστεία,
ἀπεναντίας, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί μᾶς χαρίζει
τήν πνευματική ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας
πολεμάει κι ἀπό τή δουλεία μᾶς λυτρώνει καί στήν ἐλευθερία μᾶς
ξαναφέρνει, ποιάν ἄλλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης της χρειαζόμαστε;