Γεν. 8,4 καὶ ἐκάθισεν
ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ
καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ
Ἀραράτ.
Γεν. 8,4 Η κιβωτός εκάθισεν ομαλώς εις τα όρη Αραράτ κατά
την εικοστήν εβδόμην του εβδόμου μηνός.
Γεν. 8,5 τὸ δὲ ὕδωρ
ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν
τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν
αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων.
Γεν. 8,5 Το δε ύδωρ συνεχώς ηλαττώνετο μέχρι του δεκάτου
μηνός. Κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός εφάνησαν αι κορυφαί και των άλλων
ορέων.
Γεν. 8,6 καὶ ἐγένετο
μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν
θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε
τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·
Γεν. 8,6 Τεσσαράκοντα δε ημέρας κατόπιν ήνοιξεν ο Νώε την
θυρίδα της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, δια
να ίδη εάν έπαυσε να υπάρχη νερό εις την ξηράν.
Γεν. 8,7 καὶ ἐξελθών,
οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,7 Ο κόραξ εξελθών από την κιβωτόν δεν επέστρεψε
πλέον, ούτε και όταν εξηράνθη εντελώς το ύδωρ από την επιφάνειαν της γης.
Γεν. 8,8 καὶ ἀπέστειλε
τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ
κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,8 Επειτα από τον κόρακα έστειλεν ο Νώε την
περιστεράν, δια να ίδη εάν είχε παύσει το ύδωρ να σκεπάζη την επιφάνειαν της
γης.
Γεν. 8,9 καὶ οὐχ εὑροῦσα
ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς,
ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι
ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς,
καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ
εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν
κιβωτόν.
Γεν. 8,9 Η περιστερά επειδή δεν εύρε τόπον ξηρόν, δια να
πατήση και αναπαυθή, διότι το ύδωρ εξηκολούθει να καλύπτη την επιφάνειαν της
γης, επέστρεψεν εις την κιβωτόν. Ο Νώε ήπλωσε το χέρι του, επήρε την περιστεράν
και την εισήγαγεν εις την κιβωτόν, όπου και αυτός ευρίσκετο.
Γεν. 8,10 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ·
Γεν. 8,10 Επερίμενεν επτά ακόμη ημέρας και απέστειλε πάλιν
την περιστεράν από την κιβωτόν.
Γεν. 8,11 καὶ ἀνέστρεψε
πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν,
καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς,
καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ
τῆς γῆς.
Γεν. 8,11 Η περιστερά επέστρεψε προς τον Νώε κατά την
εσπέραν φέρουσα στο ράμφος της κλωναράκι εληάς. Ενόησε τότε ο Νώε ότι είχεν
αποσυρθή πλέον το ύδωρ από την γην.
Γεν. 8,12 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστεράν, καὶ οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς
αὐτὸν ἔτι.
Γεν. 8,12 Επερίμενεν ο Νώε άλλας επτά ημέρας και έστειλε
πάλιν την περιστεράν. Αλλά η περιστερά δεν επέστρεψε πλέον προς αυτόν.
Γεν. 8,13 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν
τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ
μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς·
καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν
ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Γεν. 8,13 Οταν δε ο Νώε το εξακοσίων και ενός ετών, κατά την
πρώτην του πρώτου μηνός, εξηφηνίσθη ολοτελώς από την επιφάνειαν το ύδωρ του
κατακλυσμού. Τοτε ο Νώε εξεσκέπασε την στέγην της κιβωτού, την οποίαν είχε
κατασκευάσει, και είδεν ότι πράγματι είχεν εκλείψει το ύδωρ του κατακλυσμού από
την ξηράν.
Γεν. 8,14 ἐν δὲ τῷ
δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ
εἰκάδι τοῦ μηνός.
Γεν. 8,14 Κατά δε την εικοστήν εβδόμην του δευτέρου μηνός
εστέγνωσεν η ξηρά από τα ύδατα του κατακλυσμού.
Γεν. 8,15 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων·
Γεν. 8,15 Τοτε ωμίλησε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε και του
είπε·
Γεν. 8,16 ἔξελθε ἐκ
τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ
υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου
μετὰ σοῦ
Γεν. 8,16 “έβγα από την κιβωτόν, συ μαζή δέ με σε και η
γυναίκα σου και τα παιδιά σου και αι γυναίκες των παιδιών σου·
Γεν. 8,17 καὶ πάντα τὰ
θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ
ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν
κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ·
καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 8,17 Βγάλε από την κιβωτόν όλα τα θηρία όσα υπάρχουν
εις αυτήν και κάθε τι έμψυχον από τα πτηνά έως τα κτήνη και κάθε ερπετόν, που
σύρεται εις την γην, ώστε τίποτε πλέον να μη μείνη εις την κιβωτόν. Αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε εις όλην την γην”.
Γεν. 8,18 καὶ ἐξῆλθε
Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 8,18 Και πράγματι εξήλθεν από την κιβωτόν ο Νώε και η
σύζυγος αυτού, τα παιδιά του και αι γυναίκες των παιδιών του μαζή με αυτόν.
Γεν. 8,19 καὶ πάντα τὰ
θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 8,19 Εξήλθον επίσης από την κιβωτόν όλα τα θηρία και
όλα τα κτήνη και κάθε πτηνόν και κάθε ερπετόν, που κινείται εις την επιφάνειαν
της γης, κατά το είδος αυτών.
Γεν. 8,20 καὶ ᾠκοδόμησε
Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον.
Γεν. 8,20 Και έκτισεν ο Νώε θυσιαστήριον εις έκφρασιν
ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς τον Κυριον. Επήρε δε και προσέφερε θυσίαν
ολοκαυτώματος προς τον Θεόν από όλα τα καθαρά κτήνη και από όλα τα καθαρά
πτηνά.
Γεν. 8,21 καὶ ὠσφράνθη
Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήσω ἔτι
καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων,
ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς
ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ·
οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν,
καθὼς ἐποίησα.
Γεν. 8,21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της
ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον
την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου
ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα
πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια
κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα.
Παρ. 10,31 στόμα δικαίου ἀποστάζει
σοφίαν, γλῶσσα δὲ ἀδίκου ἐξολεῖται.
Παρ. 10,31 Το στόμα του δικαίου στάζει, ωσάν γλυκύ μέλι, την
σοφίαν πάντοτε. Η γλώσσα όμως του πονηρού και αδίκου θα εξολοθρευθή.
Παρ. 10,32 χείλη ἀνδρῶν
δικαίων ἀποστάζει χάριτας, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποστρέφεται.
Παρ. 10,32 Τα χείλη των δικαίων στάζουν πάντοτε χάριτας Θεού, ενώ
το στόμα των ασεβών προκαλεί την αηδίαν και αποστροφήν.
Παρ. 11,1 Ζυγοὶ δόλιοι
βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου, στάθμιον δὲ δίκαιον δεκτὸν αὐτῷ.
Παρ. 11,1 Δολιες ζυγαριές, που ζυγίζουν άδικα, είναι
αποκρουστικές και μισητές ενώπιον του Κυρίου. Ζυγια δε ορθά και σωστά είναι
δεκτά και ευλογημένα από τον Θεόν.
Παρ. 11,2 οὗ ἐὰν
εἰσέλθῃ ὕβρις, ἐκεῖ καὶ ἀτιμία·
στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾷ σοφίαν
Παρ. 11,2 Οπου θα εισέλθη και θα κυριαρχήση υπερηφάνεια, εκεί
θα ακολουθήση ο εξευτελισμός και η ταπείνωσις. Η διάνοια δε των αληθινά
ταπεινών ανθρώπων μελετά ορθά και συνετά και το στόμα των εκφράζει σοφά λόγια.
Η τελειότης των εναρέτων ανθρώπων θα οδηγή αυτούς με ασφάλειαν, ενώ αυτούς, που
παραβαίνουν τον θείον νόμον, η υποδούλωσις και η αποτυχία θα τους έχουν λάφυρόν
των.
Παρ. 11,3 ἀποθανὼν
δίκαιος ἔλιπε μετάμελον, πρόχειρος δὲ γίνεται καὶ ἐπίχαρτος
ἀσεβῶν ἀπώλεια.
Παρ. 11,3 Ο δίκαιος όταν αποθάνη, αφήνει όπισθέν του λύπην
δια τον θάνατόν του· ο όλεθρος όμως των ασεβών γίνεται αμέσως και μετά χαράς
δεκτός.
Παρ. 11,4 ούκ ωφελήσει υπάρχοντα
έν ημέρα θυμού, δικαιοσύνη δε ρύσεται από θανάτου.
Παρ. 11,4 Δεν θα ωφελήσουν τα πλουτή, όταν εκσπάση η θεία
οργή. Ενῷ η αρετή θα σώση τον
άνθρωπον από πολλά δεινά και από τον αιώνιον θάνατον.
Παρ. 11,5 δικαιοσύνη ἀμώμους
ὀρθοτομεῖ ὁδούς, ἀσέβεια δὲ περιπίπτει ἀδικίᾳ.
Παρ. 11,5 Η αρετή χαράσσει άψογον και ευθείαν την οδόν των
ανθρώπων. Η ασέβεια όμως περιπίπτει και περιπλέκεται μέσα εις πολλάς αδικίας.
Παρ. 11,6 δικαιοσύνη ἀνδρῶν
ὀρθῶν ῥύεται αὐτούς, τῇ δὲ ἀπωλείᾳ
αὐτῶν ἁλίσκονται παράνομοι.
Παρ. 11,6 Η αρετή λυτρώνει τους ευσυνειδήτους και εντίμους
ανθρώπους. Ενῷ οι παραβάται του θείου
νόμου συλλαμβάνονται εις την παγίδα της απωλείας και του ολέθρου.
Παρ. 11,7 τελευτήσαντος ἀνδρὸς
δικαίου οὐκ ὄλλυται ἐλπίς, τὸ δὲ καύχημα τῶν
ἀσεβῶν ὄλλυται.
Παρ. 11,7 Οταν τελευτήση ο δίκαιος άνθρωπος, δεν χάνεται η
ελπίς της σωτηρίας του· εξ αντιθέτου δε εκείνα δια τα οποία εκαυχώντο οι
ασεβείς, ο πλούτος, η δύναμις και η δόξα των, εξαφανίζονται εξ ολοκλήρου.
Παρ. 11,8 δίκαιος ἐκ θήρας ἐκδύνει,
ἀντ᾿ αὐτοῦ δὲ παραδίδοται ὁ ἀσεβής.
Παρ. 11,8 Ο δίκαιος διαφεύγει τας παγίδας, που του στήνουν ως
πονηροί θηρευταί οι ασεβείς, αντ' αυτού δε συλλαμβάνεται εις την παγίδα και
παραδίδεται ο ασεβής.
Παρ. 11,9 ἐν στόματι ἀσεβῶν
παγὶς πολίταις, αἴσθησις δὲ δικαίων εὔοδος.
Παρ. 11,9 Οι ασεβείς με τα δόλια λόγιοι των στήνουν παγίδας
δια τους συμπολίτας των· ενώ οι δίκαιοι με την συνετήν συμπεριοοράν των
καθιστούν ομαλούς τους δρόμους της ζωής των άλλων.
Παρ. 11,10 ἐν ἀγαθοῖς
δικαίων κατώρθωσε πόλις,
Παρ. 11,10 Με τα συνετά λόγια και τα ενάρετα έργα των δικαίων
ανορθώνονται και προοδεύουν αι πόλεις. Οταν οι ασεβείς καταστρέφωνται,
επικρατεί χαρά και αγαλλίασις. Με τας ευλογίας, που δίδει ο Θεός στους
ειλικρινείς και εντίμους, θα δοξασθή και θα προοδεύση η πόλις.
Παρ. 11,11 στόμασι δὲ ἀσεβῶν
κατεσκάφη.
Παρ. 11,11 Με τα ψευδή, τα πονηρά και τα φαύλα λόγια, που
εξέρχονται από τα στόματα των ασεβών, ανασκάπτεται εκ θεμελίων και
καταστρέφεται η πόλις.
Παρ. 11,12 μυκτηρίζει πολίτας ἐνδεὴς
φρενῶν, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος ἡσυχίαν ἄγει.
Παρ. 11,12 Ο ασύνετος και ανόητος περιγελά τους συμπολίτας του,
ενώ ο φρόνιμος ανήρ μένει ήσυχος, διότι γνωρίζει να συγκρατή την γλώσσαν του.
Ησ. ιγ΄2- 13
Ησ. 11,2 καὶ ἀναπαύσεται
ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα
σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καὶ ἰσχύος,
πνεῦμα γνώσεως καὶ εὐσεβείας·
Ησ. 11,2 Εις τον ευλογημένον αυτόν απόγονον του Ιεσσαί,
θα επαναπαυθή το Πνεύμα του Θεού, Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, Πνεύμα υγιούς
θελήσεως και ισχύος, Πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας.
Ησ. 11,3 ἐμπλήσει αὐτὸν
πνεῦμα φόβου Θεοῦ. οὐ κατὰ τὴν δόξαν κρινεῖ
οὐδὲ κατὰ τὴν λαλιὰν ἐλέγξει,
Ησ. 11,3 Θα γέμιση αυτόν ο Θεός με Πνεύμα φόβου Θεού.
Φωτιζόμενος αυτός από τα υπέροχα αυτά χαρίσματα του Πνεύματος δεν θα εκφέρη
κρίσιν σύμφωνα με την εξωτερικήν εμφάνισιν και δεν θα ελέγχη σύμφωνα με τους ματαίους
και επιπολαίους λόγους των ανθρώπων.
Ησ. 11,4 ἀλλὰ κρινεῖ
ταπεινῷ κρίσιν καὶ ἐλέγξει τοὺς ταπεινοὺς τῆς
γῆς· καὶ πατάξει γῆν τῷ λόγῳ τοῦ
στόματος αὐτοῦ καὶ ἐν πνεύματι διὰ χειλέων ἀνελεῖ
ἀσεβῆ·
Ησ. 11,4 Αλλά θα κρίνη με ευθύτητα και δικαιοσύνην, θα
δικαιώση τον ταπεινόν και τον δίκαιον, θα φανερώση και θα αποδώση το δίκαιον
στους ταπεινούς και καταφρονημένους της γης. Με τον λόγον του στόματός του θα
κτυπήση τον αμαρτωλόν και άδικον κόσμον. Και με ένα απλούν φύσημα των χειλέων
του θα θανατώση τους ασεβείς.
Ησ. 11,5 καὶ ἔσται
δικαιοσύνῃ ἐζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ
καὶ ἀληθείᾳ εἰλημένος τὰς πλευράς.
Ησ. 11,5 Αυτός θα έχη ζωσθή την μέσην του με την ζώνην
της δικαιοσύνης. Με την ειλικρίνειαν δε και την φιλαλήθειαν θα έχη περικαλύψει
τας πλευράς του.
Ησ. 11,6 καὶ
συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται
ἐρίφω, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα
βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς·
Ησ. 11,6 Τοτε ο λύκος θα βόσκη μαζή με το αρνί, και η
λεοπάρδαλις θα κατοική μαζή με το ερίφιον, το μοσχάριον και ο ταύρος θα βόσκουν
μαζή με τον λέοντα και ένα μικρό παιδί θα οδηγή αυτά ως ήμερα αρνία.
Ησ. 11,7 καὶ βοῦς
καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ
παιδία αὐτῶν ἔσονται, καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα
φάγονται ἄχυρα.
Ησ. 11,7 Το βόϊδι και η άρκτος θα βόσκουν μαζή και τα
μικρά των θα κάμνουν μαζή συντροφιά. Το ληοντάρι και το βόϊδι θα τρώγουν μαζή
άχυρα.
Ησ. 11,8 καὶ παιδίον
νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων
ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ.
Ησ. 11,8 Μικρό παιδί θα απλώνη και θα θέτη χωρίς κίνδυνον
τα χέρια του εις την οπήν της δηλητηριώδους ασπίδος και εις την φωλεάν, όπου αι
ασπίδες έχουν τα μικρά των.
Ησ. 11,9 καὶ οὐ μὴ
κακοποιήσουσιν, οὐδὲ μὴ δύνωνται ἀπολέσαι οὐδένα ἐπὶ
τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅτι ἐνεπλήσθη ἡ
σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον ὡς ὕδωρ πολὺ
κατακαλύψαι θαλάσσας.
Ησ. 11,9 Ολα τα άγρια θηρία και τα δηλητηριώδη φίδια δεν
θα κάμουν εις κανένα κακόν, ούτε θα έχουν την δύναμιν και την διάθεσιν να
φονεύσουν κανένα στο άγιόν μου όρος, διότι ολόκληρος ο κόσμος θα έχη πλημμυρίσει
από την θείαν γνώσιν, όπως το πολύ ύδωρ κατακαλύπτει τας θαλάσσας.
Ησ. 11,10 Καὶ ἔσται ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ
καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ᾿
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι, καὶ ἔσται ἡ
ἀνάπαυσις αὐτοῦ τιμή.
Ησ. 11,10 Κατά την ημέραν εκείνην ο ευλογημένος αυτός
απόγονος του Ιεσσαί, ο Μεσσίας, θα εμφανισθή ως άρχων των εθνών, θα είναι μέγας
κατά την αρετήν και την δύναμιν, ώστε τα έθνη θα στηρίξουν εις αυτόν τας
ελπίδας των. Ο θρόνος του και η διαμονή του θα είναι ένδοξος και τιμημένη.
Ησ. 11,11 καὶ ἔσται τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνη προσθήσει Κύριος τοῦ δεῖξαι τὴν
χεῖρα αὐτοῦ τοῦ ζηλῶσαι τὸ καταλειφθὲν
ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ, ὃ ἂν καταλειφθῇ ἀπὸ
τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καὶ
Βαβυλωνίας καὶ Αἰθιοπίας καὶ ἀπὸ Ἐλαμιτῶν
καὶ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολῶν καὶ ἐξ Ἀραβίας.
Ησ. 11,11 Κατά την ημέραν εκείνην ο Κυριος θα δείξη και θα
άπλωση το χέρι του, δια να φανερώσ·η την αγάπην του εις όσους απέμειναν ως
υπόλοιπον του ισραηλιτικού λαού· εις αυτούς, που απέμειναν εις την Ασσυρίαν,
εις την Αίγυπτον, εις την Βαβυλώνα, εις την Αιθιοπίαν, εις την χώραν των
Ελαμιτών, εις τας ανατολικός χώρας και εις την Αραβιαν.
Ησ. 11,12 καὶ ἀρεῖ
σημεῖον εἰς τὰ ἔθνη καὶ συνάξει τοὺς ἀπολομένους
Ἰσραὴλ καὶ τοὺς διεσπαρμένους τοῦ Ἰούδα
συνάξει ἐκ τῶν τεσσάρων πτερύγων τῆς γῆς.
Ησ. 11,12 Ο Κυριος θα υψώση σημαίαν εις τα έθνη και θα
συγκεντρώση τους χαμένους ανά τα έθνη άνδρας του Ισραήλ, και τους
διασκορπισμένους Ιουδαίους θα συγκεντρώση από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος.
Ησ. 11,13 καὶ ἀφαιρεθήσεται
ὁ ζῆλος Ἐφραὶμ καὶ οἱ ἐχθροὶ Ἰούδα
ἀπολοῦνται· Ἐφραὶμ οὐ ζηλώσει Ἰούδαν,
καὶ Ἰούδας οὐ θλίψει Ἐφραίμ.
Ησ. 11,13 Η παλαιά ζηλοφθονία και διχόνοια του Ισραήλ και
του Ιούδα θα εξαλειφθή και οι εχθροί της φυλής Ιούδα θα καταστραφούν. Οι
Ισραηλίται δεν θα ζηλοφθονούν πλέον τους Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι δεν θα
καταθλίβουν με πολέμους τους Ισραηλίτας.